ὑποκάθημαι: Difference between revisions

6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[ὑποκάτημαι]] Α [[κάθημαι]]<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] («ὑποκαθῆσθαι ταῑς μηλίαις», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] [[κάπου]] περιμένοντας κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[κάθομαι]] [[κάτω]] [[χωρίς]] να [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]] ή [[στήνω]] [[ενέδρα]] («αὐτοὶ δ' ἐν καλυβίοις κρυπτοῑς ὑποκάθηνται λοχῶντες», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>4.</b> απραγώ<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) (για έντονο [[συναίσθημα]]) [[κυριεύω]] κάποιον ανεπαίσθητα («[[φθόνος]] ὑποκάθηταί τινα», Φιλόστρ.)<br />β) <b>θεολ.</b> [[είμαι]] [[κατώτερος]] κάποιου («ὁ γὰρ τῷ πατρὶ τὴν ἄνω χώραν εἰς προεδρίαν ἀποδιδούς, τὸν δὲ μονογενῆ υἱὸν ὑποκαθῆσθαι λέγων», Βασ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑποκαθήμενον ὁρᾱν»<br /><b>μτφ.</b> το να προβλέπει [[κανείς]] [[κάτι]] με δολερό ή ύπουλο τρόπο <b>(Φιλόστρ.)</b><br />β) «ἡ ὑποκαθημένη [[ἀοριστία]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> η [[θεμελιώδης]] [[απροσδιοριστία]] <b>(Καρνσκ.)</b>.
|mltxt=και ιων. τ. [[ὑποκάτημαι]] Α [[κάθημαι]]<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] («ὑποκαθῆσθαι ταῑς μηλίαις», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] [[κάπου]] περιμένοντας κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[κάθομαι]] [[κάτω]] [[χωρίς]] να [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]] ή [[στήνω]] [[ενέδρα]] («αὐτοὶ δ' ἐν καλυβίοις κρυπτοῑς ὑποκάθηνται λοχῶντες», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>4.</b> απραγώ<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) (για έντονο [[συναίσθημα]]) [[κυριεύω]] κάποιον ανεπαίσθητα («[[φθόνος]] ὑποκάθηταί τινα», Φιλόστρ.)<br />β) <b>θεολ.</b> [[είμαι]] [[κατώτερος]] κάποιου («ὁ γὰρ τῷ πατρὶ τὴν ἄνω χώραν εἰς προεδρίαν ἀποδιδούς, τὸν δὲ μονογενῆ υἱὸν ὑποκαθῆσθαι λέγων», Βασ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑποκαθήμενον ὁρᾱν»<br /><b>μτφ.</b> το να προβλέπει [[κανείς]] [[κάτι]] με δολερό ή ύπουλο τρόπο <b>(Φιλόστρ.)</b><br />β) «ἡ ὑποκαθημένη [[ἀοριστία]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> η [[θεμελιώδης]] [[απροσδιοριστία]] <b>(Καρνσκ.)</b>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποκάθημαι:''' Ιων. -[[κάτημαι]],<br /><b class="num">I.</b> αποθ., τοποθετούμαι σ' ένα [[μέρος]], [[εδρεύω]], εγκαθίσταμαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[παραμονεύω]] ή [[ενεδρεύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[κάθομαι]] και [[περιμένω]], σε Ηρόδ.
}}
}}