ὑποκάθημαι
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
Ion. ὑπουκάτημαι, prop. pf. of ὑποκαθέζομαι,
A to be seated down in a place, station oneself there, ἐν ταύτῃ τῇ πόλι Hdt.7.27.
2 sit below, τινι Philostr.VA3.16; to be placed under, ὄμμα ὑ. τῇ ὀφρύϊ ib.8.
II lie in ambush, Str.15.1.42: metaph., Philostr.VA7.14; ὑποκαθήμενον ὁρᾶν to have an insidious look, Id.Im.2.18; but also ἡ -καθημένη ἀοριστία the fundamental indeterminacy, Carneisc.Herc.1027.14.
2 c. acc. pers., lie in wait for, τὸν βάρβαρον Hdt.8.40, cf. Philostr.VS2.2, Her.2.11: metaph., φθόνος ὑ. τινά Id.VS2.26.3: abs., lurk, Plu.2.556b: c. dat., ὑποκαθημένης αὐτῷ τῆς ὀργῆς Plb.4.29.7.
III sit idle, D.H.11.37.
German (Pape)
[Seite 1218] ion. ὑποκάτημαι (s. ᾑμαι), sich unter od. an einem Orte niedersetzen, sich niederlassen, ἐν ταύτῃ τῇ πόλει ὑποκατήμενος Her. 7, 27; – auch unthätig dasitzen, Sp.; – sich heimlich niedersetzen od. in einen Hinterhalt legen, Xen. Hell. 7, 2, 5; um dem Feinde aufzulauern, ihn abzuwehren, ἐν τῇ
French (Bailly abrégé)
impf. ὑπεκαθήμην;
être accroupi, d'où
1 se tenir caché dans une embuscade;
2 s'établir solidement ; attendre dans une forte position : τὸν βάρβαρον HDT les barbares;
3 s'insinuer peu à peu ou secrètement.
Étymologie: ὑπό, κάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκάθημαι: ион. ὑποκάτημαι
1 поселиться, обитать, находиться (ἐν τῇ πόλει Her.);
2 притаиться, устраивать засаду: οἱ ὑποκαθήμενοι Xen. сидящие в засаде;
3 поджидать из засады (τὸν βάρβαρον Her.);
4 вкрадываться, закрадываться: ὑποκαθημένη αὐτῷ ἡ ὀργή Polyb. овладевший им мало-помалу гнев; δεισιδαιμονία ὑποκαθημένη Plut. исподволь укоренившееся суеверие.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκάθημαι: Ἰων. -κάτημαι· - κυρίως πρκμ. τοῦ ὑποκαθέζομαι, κάθημαι καὶ περιμένω ἔν τινι τόπῳ, ἐν ταύτῃ τῇ πόλει ὑποκατήμενος Πύθιος ὁ Ἄτυος, ἀνὴρ Λυδὸς ἐξείνισε τὴν βασιλέως στρατιὴν πᾶσαν Ἡρόδ. 7. 27. ΙΙ. κάθημαι κρυφίως, ἐνεδρεύω, Ξεν. Ἐκλ. 7. 2, 5, Στράβ. 704, Φιλόστρ. 292, 566· μεταφορ., ὑποκαθήμενον ὁρᾶν, μὲ βλέμμα ὕπουλον, ὁ αὐτ. 841. 2) ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., ἐνεδρεύω τινά, τὸν βάρβαρον Ἡρόδ. 8. 40, Φιλόστρ. 685· - μεταφορ., φθόνος ὑπ. τινα, κρυφίως, ἀνεπαισθήτως καταλαμβάνει τὴν ψυχήν τινος, ὁ αὐτ. 614, πρβλ. Πλούτ. 2. 556Β· ὡσαύτως μετά δοτ., ὑποκαθημένης αὐτῷ τῆς ὀργῆς Πολύβ. 4. 29, 7. ΙΙΙ. κάθημαι ἀργός, Διονύσ. Ἁλ. 11. 37.
Greek Monolingual
και ιων. τ. ὑποκάτημαι Α κάθημαι
1. κάθομαι κάτω από κάτι («ὑποκαθῆσθαι ταῖς μηλίαις», Φιλόστρ.)
2. κάθομαι κάπου περιμένοντας κάποιον ή κάτι
3. κάθομαι κάτω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός ή στήνω ενέδρα («αὐτοὶ δ' ἐν καλυβίοις κρυπτοῖς ὑποκάθηνται λοχῶντες», Στράβ.)
4. απραγώ
5. μτφ. α) (για έντονο συναίσθημα) κυριεύω κάποιον ανεπαίσθητα («φθόνος ὑποκάθηταί τινα», Φιλόστρ.)
β) θεολ. είμαι κατώτερος κάποιου («ὁ γὰρ τῷ πατρὶ τὴν ἄνω χώραν εἰς προεδρίαν ἀποδιδούς, τὸν δὲ μονογενῆ υἱὸν ὑποκαθῆσθαι λέγων», Βασ.)
6. φρ. α) «ὑποκαθήμενον ὁρᾱν»
μτφ. το να προβλέπει κανείς κάτι με δολερό ή ύπουλο τρόπο (Φιλόστρ.)
β) «ἡ ὑποκαθημένη ἀοριστία»
(φιλοσ.) η θεμελιώδης απροσδιοριστία (Καρνσκ.).
Greek Monotonic
ὑποκάθημαι: Ιων. -κάτημαι,
I. αποθ., τοποθετούμαι σ' ένα μέρος, εδρεύω, εγκαθίσταμαι, σε Ηρόδ.
II. παραμονεύω ή ενεδρεύω, σε Ξεν.
2. με αιτ. προσ., κάθομαι και περιμένω, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ionic -κάτημαι
Dep.
I. to be seated in a place, station oneself, Hdt.
II. to sit or lie in ambush, Xen.
2. c. acc. pers. to lie in wait for, Hdt.