Anonymous

ὑποκάθημαι: Difference between revisions

From LSJ
43
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ὑπεκαθήμην;<br />être accroupi, <i>d’où</i><br /><b>1</b> se tenir caché dans une embuscade;<br /><b>2</b> s’établir solidement ; attendre dans une forte position : τὸν βάρβαρον HDT les barbares;<br /><b>3</b> s’insinuer peu à peu <i>ou</i> secrètement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κάθημαι]].
|btext=<i>impf.</i> ὑπεκαθήμην;<br />être accroupi, <i>d’où</i><br /><b>1</b> se tenir caché dans une embuscade;<br /><b>2</b> s’établir solidement ; attendre dans une forte position : τὸν βάρβαρον HDT les barbares;<br /><b>3</b> s’insinuer peu à peu <i>ou</i> secrètement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κάθημαι]].
}}
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[ὑποκάτημαι]] Α [[κάθημαι]]<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] («ὑποκαθῆσθαι ταῑς μηλίαις», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] [[κάπου]] περιμένοντας κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[κάθομαι]] [[κάτω]] [[χωρίς]] να [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]] ή [[στήνω]] [[ενέδρα]] («αὐτοὶ δ' ἐν καλυβίοις κρυπτοῑς ὑποκάθηνται λοχῶντες», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>4.</b> απραγώ<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) (για έντονο [[συναίσθημα]]) [[κυριεύω]] κάποιον ανεπαίσθητα («[[φθόνος]] ὑποκάθηταί τινα», Φιλόστρ.)<br />β) <b>θεολ.</b> [[είμαι]] [[κατώτερος]] κάποιου («ὁ γὰρ τῷ πατρὶ τὴν ἄνω χώραν εἰς προεδρίαν ἀποδιδούς, τὸν δὲ μονογενῆ υἱὸν ὑποκαθῆσθαι λέγων», Βασ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑποκαθήμενον ὁρᾱν»<br /><b>μτφ.</b> το να προβλέπει [[κανείς]] [[κάτι]] με δολερό ή ύπουλο τρόπο <b>(Φιλόστρ.)</b><br />β) «ἡ ὑποκαθημένη [[ἀοριστία]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> η [[θεμελιώδης]] [[απροσδιοριστία]] <b>(Καρνσκ.)</b>.
}}
}}