ὑπηρέτης: Difference between revisions

6
(43)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑπηρέτης]], ΝΜΑ, θηλ. [[υπηρέτρια]] Ν, και δωρ. τ. ὑπηρέτας, θηλ. [[ὑπηρέτις]], -ιδος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει χειρωνακτική [[εργασία]] σε [[σπίτι]] ή σε [[κατάστημα]]<br /><b>2.</b> <b>στρατ.</b> (παλ. όρος) [[στρατιώτης]] που χειριζόταν [[πυροβόλο]], όλμο ή [[πολυβόλο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δημόσιοι υπηρέτες»<br />(παλ. όρος) i) [[κατηγορία]] δημόσιων υπαλλήλων με κατώτερο βαθμό<br />ii) το [[σύνολο]] τών δημοσίων υπαλλήλων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[υποδιάκονος]], [[υπηρέτης]] διακόνου, πρεσβυτέρου ή επισκόπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπηρετούσε στο [[πλοίο]] ως [[κωπηλάτης]] με κατώτερο βαθμό<br /><b>2.</b> [[δούλος]] που ακολουθούσε στην [[εκστρατεία]] τον κύριό του<br /><b>3.</b> [[αξιωματικός]] υπό τις διαταγές στρατηγού, [[υπασπιστής]] ή [[ακόλουθος]]<br /><b>4.</b> [[λειτουργός]] της λατρείας του Μίθρα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «Φοίβου ὑπηρέται» — οι κάτοικοι τών Δελφών (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[ὑπηρέτης]] τοῡ χοροῡ» — ο [[αυλός]] <b>(Πρατίν.)</b><br />γ) «ὁ τῶν [[ἕνδεκα]] [[ὑπηρέτης]]» — ο [[βοηθός]] τών [[ένδεκα]] στην αρχαία Αθήνα, ο [[δήμιος]] τών πολιτικών καταδίκων (<b>Πλάτ.</b>)<br />δ) «[[ὑπηρέτης]] ἔργου» — [[άτομο]] που είχε μια οποιαδήποτε υπηρετική [[σχέση]] (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[υπηρέτης]], σύνθ. από την [[πρόθεση]] <i>ὑπό</i> και το ουσ. [[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]» (το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως), αποτελούσε αρχικά όρο του ναυτικού λεξιλογίου και δήλωνε τον κωπηλάτη που βρισκόταν υπό τις διαταγές του κελευστή (για τη [[χρήση]] αυτή της πρόθεσης <i>ὑπό</i> <b>βλ. λ.</b> <i>υπ</i>[[ο]]-). Στη [[συνέχεια]] η λ. χρησιμοποιήθηκε κατ' [[επέκταση]] με τις γενικότερες σημ. «[[βοηθός]], [[διάκονος]], [[δούλος]]», οι οποίες [[είναι]] οι μόνες που διατηρήθηκαν και στη Νέα Ελληνική].
|mltxt=ο / [[ὑπηρέτης]], ΝΜΑ, θηλ. [[υπηρέτρια]] Ν, και δωρ. τ. ὑπηρέτας, θηλ. [[ὑπηρέτις]], -ιδος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει χειρωνακτική [[εργασία]] σε [[σπίτι]] ή σε [[κατάστημα]]<br /><b>2.</b> <b>στρατ.</b> (παλ. όρος) [[στρατιώτης]] που χειριζόταν [[πυροβόλο]], όλμο ή [[πολυβόλο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δημόσιοι υπηρέτες»<br />(παλ. όρος) i) [[κατηγορία]] δημόσιων υπαλλήλων με κατώτερο βαθμό<br />ii) το [[σύνολο]] τών δημοσίων υπαλλήλων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[υποδιάκονος]], [[υπηρέτης]] διακόνου, πρεσβυτέρου ή επισκόπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπηρετούσε στο [[πλοίο]] ως [[κωπηλάτης]] με κατώτερο βαθμό<br /><b>2.</b> [[δούλος]] που ακολουθούσε στην [[εκστρατεία]] τον κύριό του<br /><b>3.</b> [[αξιωματικός]] υπό τις διαταγές στρατηγού, [[υπασπιστής]] ή [[ακόλουθος]]<br /><b>4.</b> [[λειτουργός]] της λατρείας του Μίθρα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «Φοίβου ὑπηρέται» — οι κάτοικοι τών Δελφών (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[ὑπηρέτης]] τοῡ χοροῡ» — ο [[αυλός]] <b>(Πρατίν.)</b><br />γ) «ὁ τῶν [[ἕνδεκα]] [[ὑπηρέτης]]» — ο [[βοηθός]] τών [[ένδεκα]] στην αρχαία Αθήνα, ο [[δήμιος]] τών πολιτικών καταδίκων (<b>Πλάτ.</b>)<br />δ) «[[ὑπηρέτης]] ἔργου» — [[άτομο]] που είχε μια οποιαδήποτε υπηρετική [[σχέση]] (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[υπηρέτης]], σύνθ. από την [[πρόθεση]] <i>ὑπό</i> και το ουσ. [[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]» (το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως), αποτελούσε αρχικά όρο του ναυτικού λεξιλογίου και δήλωνε τον κωπηλάτη που βρισκόταν υπό τις διαταγές του κελευστή (για τη [[χρήση]] αυτή της πρόθεσης <i>ὑπό</i> <b>βλ. λ.</b> <i>υπ</i>[[ο]]-). Στη [[συνέχεια]] η λ. χρησιμοποιήθηκε κατ' [[επέκταση]] με τις γενικότερες σημ. «[[βοηθός]], [[διάκονος]], [[δούλος]]», οι οποίες [[είναι]] οι μόνες που διατηρήθηκαν και στη Νέα Ελληνική].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπηρέτης:''' -ου, ὁ ([[ἐρέτης]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]] υποκωπηλάτης, υποναυτικός, βλ. [[ὑπηρεσία]].<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά υποταγμένος, [[υπηρέτης]], [[ακόλουθος]], [[συνοδός]], [[βοηθός]], [[αρωγός]], επικούρος, Λατ. apparῐtor, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. αντικειμενική, [[ὑπηρέτης]] ἔργου, [[βοηθός]] στην [[εκτέλεση]] έργου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα: <b>α)</b> [[υπηρέτης]] που ακολουθούσε [[κάθε]] οπλίτη ([[ὁπλίτης]]) προκειμένου να μεταφέρει την [[αποσκευή]] και την [[ασπίδα]] του, σε Θουκ. <b>β)</b> ὁ [[τῶν]] [[ἕνδεκα]] ὑπηρετῶν, ο [[βοηθός]] των Έντεκα, που ήταν επιφορτισμένοι με την [[εκτέλεση]] της ποινής των πολιτικών καταδίκων, σε Πλάτ.
}}
}}