Anonymous

ὑπηρέτης: Difference between revisions

From LSJ
43
(T21)
(43)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὑπηρετου, ὁ (from [[ὑπό]], and [[ἐρέτης]] from [[ἐρέσσω]] to [[row]]), from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]];<br /><b class="num">a.</b> [[properly]], an [[under]] [[rower]], [[subordinate]] [[rower]].<br /><b class="num">b.</b> anyone [[who]] serves [[with]] his hands; a [[servant]]; in the N. T. of the officers and attendants of magistrates as — of the [[officer]] [[who]] executes penalties, οἱ ὑπηρετοι οἱ [[ἐμοί]], my servants, [[retinue]], the soldiers I should [[have]] if I were a [[king]], [[δοῦλος]] ([[Plato]], polit., p. 289c.), anyone [[who]] aids [[another]] in [[any]] [[work]]; an [[assistant]]: of a preacher of the gospel (A. V. [[minister]], [[which]] [[see]] in B. D.), ὑπηρέται λόγου, Χριστοῦ, [[διάκονος]], at the [[end]].)  
|txtha=ὑπηρετου, ὁ (from [[ὑπό]], and [[ἐρέτης]] from [[ἐρέσσω]] to [[row]]), from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]];<br /><b class="num">a.</b> [[properly]], an [[under]] [[rower]], [[subordinate]] [[rower]].<br /><b class="num">b.</b> anyone [[who]] serves [[with]] his hands; a [[servant]]; in the N. T. of the officers and attendants of magistrates as — of the [[officer]] [[who]] executes penalties, οἱ ὑπηρετοι οἱ [[ἐμοί]], my servants, [[retinue]], the soldiers I should [[have]] if I were a [[king]], [[δοῦλος]] ([[Plato]], polit., p. 289c.), anyone [[who]] aids [[another]] in [[any]] [[work]]; an [[assistant]]: of a preacher of the gospel (A. V. [[minister]], [[which]] [[see]] in B. D.), ὑπηρέται λόγου, Χριστοῦ, [[διάκονος]], at the [[end]].)  
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑπηρέτης]], ΝΜΑ, θηλ. [[υπηρέτρια]] Ν, και δωρ. τ. ὑπηρέτας, θηλ. [[ὑπηρέτις]], -ιδος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει χειρωνακτική [[εργασία]] σε [[σπίτι]] ή σε [[κατάστημα]]<br /><b>2.</b> <b>στρατ.</b> (παλ. όρος) [[στρατιώτης]] που χειριζόταν [[πυροβόλο]], όλμο ή [[πολυβόλο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δημόσιοι υπηρέτες»<br />(παλ. όρος) i) [[κατηγορία]] δημόσιων υπαλλήλων με κατώτερο βαθμό<br />ii) το [[σύνολο]] τών δημοσίων υπαλλήλων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[υποδιάκονος]], [[υπηρέτης]] διακόνου, πρεσβυτέρου ή επισκόπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπηρετούσε στο [[πλοίο]] ως [[κωπηλάτης]] με κατώτερο βαθμό<br /><b>2.</b> [[δούλος]] που ακολουθούσε στην [[εκστρατεία]] τον κύριό του<br /><b>3.</b> [[αξιωματικός]] υπό τις διαταγές στρατηγού, [[υπασπιστής]] ή [[ακόλουθος]]<br /><b>4.</b> [[λειτουργός]] της λατρείας του Μίθρα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «Φοίβου ὑπηρέται» — οι κάτοικοι τών Δελφών (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[ὑπηρέτης]] τοῡ χοροῡ» — ο [[αυλός]] <b>(Πρατίν.)</b><br />γ) «ὁ τῶν [[ἕνδεκα]] [[ὑπηρέτης]]» — ο [[βοηθός]] τών [[ένδεκα]] στην αρχαία Αθήνα, ο [[δήμιος]] τών πολιτικών καταδίκων (<b>Πλάτ.</b>)<br />δ) «[[ὑπηρέτης]] ἔργου» — [[άτομο]] που είχε μια οποιαδήποτε υπηρετική [[σχέση]] (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[υπηρέτης]], σύνθ. από την [[πρόθεση]] <i>ὑπό</i> και το ουσ. [[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]» (το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως), αποτελούσε αρχικά όρο του ναυτικού λεξιλογίου και δήλωνε τον κωπηλάτη που βρισκόταν υπό τις διαταγές του κελευστή (για τη [[χρήση]] αυτή της πρόθεσης <i>ὑπό</i> <b>βλ. λ.</b> <i>υπ</i>[[ο]]-). Στη [[συνέχεια]] η λ. χρησιμοποιήθηκε κατ' [[επέκταση]] με τις γενικότερες σημ. «[[βοηθός]], [[διάκονος]], [[δούλος]]», οι οποίες [[είναι]] οι μόνες που διατηρήθηκαν και στη Νέα Ελληνική].
}}
}}