3,274,216
edits
(45) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[φρονῶ]]<br /><b>1.</b> [[διανόημα]], [[σκέψη]] (α. «μ' ένα [[βλέμμα]] όπου φονεύει / τα φρονήματα τα αισχρά», <b>Σολωμ.</b><br />β. «[[Ζεύς]] τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων [[ἄγαν]] φρονημάτων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συναίσθηση]] αξίας ή υπεροχής, [[αυτοπεποίθηση]] (α. «έχει υψηλό [[φρόνημα]]» β. «ἀνδρὶ... [[φρόνημα]] ἔχοντι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γνώμη]], [[άποψη]], [[αντίληψη]], [[ιδέα]] («έχει [[σταθερά]] [[πολιτικά]] φρονήματα»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> ακόλαστη [[επιθυμία]], [[ασέλγεια]] («νεκρώσας τὸ [[φρόνημα]] τὸ τῆς σαρκός», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νους]], [[πνεύμα]], διανοητική και συναισθηματική [[κλίση]] («Αισχύλου φρόνημ' ἔχων», Τηλεκλείδ.)<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) [[αλαζονεία]], [[κομπασμός]] («οὐκ ἐκτελέσαι φησὶν ἐπαρθεὶς οὐδ' ὀγκῶσαι τὸ [[φρόνημα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ φρονήματα</i><br />α) μεγάλα σχέδια, υψηλοί στόχοι<br />β) η [[καρδιά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐν φρονήματί εἰμι» — έχω την [[φιλοδοξία]] να... (<b>Θουκ.</b>). | |mltxt=το, ΝΜΑ [[φρονῶ]]<br /><b>1.</b> [[διανόημα]], [[σκέψη]] (α. «μ' ένα [[βλέμμα]] όπου φονεύει / τα φρονήματα τα αισχρά», <b>Σολωμ.</b><br />β. «[[Ζεύς]] τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων [[ἄγαν]] φρονημάτων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συναίσθηση]] αξίας ή υπεροχής, [[αυτοπεποίθηση]] (α. «έχει υψηλό [[φρόνημα]]» β. «ἀνδρὶ... [[φρόνημα]] ἔχοντι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γνώμη]], [[άποψη]], [[αντίληψη]], [[ιδέα]] («έχει [[σταθερά]] [[πολιτικά]] φρονήματα»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> ακόλαστη [[επιθυμία]], [[ασέλγεια]] («νεκρώσας τὸ [[φρόνημα]] τὸ τῆς σαρκός», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νους]], [[πνεύμα]], διανοητική και συναισθηματική [[κλίση]] («Αισχύλου φρόνημ' ἔχων», Τηλεκλείδ.)<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) [[αλαζονεία]], [[κομπασμός]] («οὐκ ἐκτελέσαι φησὶν ἐπαρθεὶς οὐδ' ὀγκῶσαι τὸ [[φρόνημα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ φρονήματα</i><br />α) μεγάλα σχέδια, υψηλοί στόχοι<br />β) η [[καρδιά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐν φρονήματί εἰμι» — έχω την [[φιλοδοξία]] να... (<b>Θουκ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φρόνημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> το [[μυαλό]] κάποιου, [[πνεύμα]], [[σκέψη]], [[φρόνημα]], Λατ. [[animus]], σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκέψη]], [[επιθυμία]], [[σκοπός]], σε Σοφ.· πληθ., σκέψεις, σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> [[είτε]] με θετική [[είτε]] με αρνητική [[σημασία]].<br /><b class="num">1.</b> υψηλό [[φρόνημα]], [[υψηλοφροσύνη]], υψηλό [[πνεύμα]], [[αποφασιστικότητα]], [[υπερηφάνεια]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· πληθ., υψηλές σκέψεις, μεγαλόφρονα σχέδια, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[υπερηφάνεια]], [[αλαζονεία]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· και σε πληθ., σε Ισοκρ., Πλούτ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> πληθ., <i>[[φρένες]]</i>, [[καρδιά]], [[στήθος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |