Anonymous

φρόνημα: Difference between revisions

From LSJ
1,682 bytes added ,  29 September 2017
45
(T22)
(45)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=φρονηματος, τό ([[φρονέω]], [[which]] [[see]]), [[what]] [[one]] has in [[mind]], the thoughts and purposes (A. V. [[mind]]): Hesychius [[φρόνημα]]. [[βούλημα]], [[θέλημα]]. In [[various]] [[other]] senses [[also]] from [[Aeschylus]] [[down]].)  
|txtha=φρονηματος, τό ([[φρονέω]], [[which]] [[see]]), [[what]] [[one]] has in [[mind]], the thoughts and purposes (A. V. [[mind]]): Hesychius [[φρόνημα]]. [[βούλημα]], [[θέλημα]]. In [[various]] [[other]] senses [[also]] from [[Aeschylus]] [[down]].)  
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[φρονῶ]]<br /><b>1.</b> [[διανόημα]], [[σκέψη]] (α. «μ' ένα [[βλέμμα]] όπου φονεύει / τα φρονήματα τα αισχρά», <b>Σολωμ.</b><br />β. «[[Ζεύς]] τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων [[ἄγαν]] φρονημάτων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συναίσθηση]] αξίας ή υπεροχής, [[αυτοπεποίθηση]] (α. «έχει υψηλό [[φρόνημα]]» β. «ἀνδρὶ... [[φρόνημα]] ἔχοντι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γνώμη]], [[άποψη]], [[αντίληψη]], [[ιδέα]] («έχει [[σταθερά]] [[πολιτικά]] φρονήματα»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> ακόλαστη [[επιθυμία]], [[ασέλγεια]] («νεκρώσας τὸ [[φρόνημα]] τὸ τῆς σαρκός», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νους]], [[πνεύμα]], διανοητική και συναισθηματική [[κλίση]] («Αισχύλου φρόνημ' ἔχων», Τηλεκλείδ.)<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) [[αλαζονεία]], [[κομπασμός]] («οὐκ ἐκτελέσαι φησὶν ἐπαρθεὶς οὐδ' ὀγκῶσαι τὸ [[φρόνημα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ φρονήματα</i><br />α) μεγάλα σχέδια, υψηλοί στόχοι<br />β) η [[καρδιά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐν φρονήματί εἰμι» — έχω την [[φιλοδοξία]] να... (<b>Θουκ.</b>).
}}
}}