3,273,404
edits
(46) |
(6) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[χαλεπός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />[[δύσκολος]], [[δυσχερής]], αυτός του οποίου η [[αντιμετώπιση]] παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ<br />γ. «χαλεπὸν ὁ [[βίος]]», <b>Ξεν.</b><br />δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προξενεί πόνο και φόβο, [[αλγεινός]], [[φοβερός]], [[τρομερός]] (α. «λιμοῦ χαλεποῦ», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «οὐ γὰρ χαλεπὸν τὸ ἀποθανεῖν, ἀλλὰ χαλεπὸν τὸ παροξῦναι τὸν δεσπότην», Ιωάνν. Χρυσ.<br />γ. «χαλεπὸν δὲ σε [[γῆρας]] ὀπάζει», <b>Ησίοδ.</b><br />δ. «χαλεπὸς δὲ Διὸς μεγάλοιο [[κεραυνός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιβλαβής]], [[επιζήμιος]], [[βλαβερός]] («ἀρχὴ δὲ πάντων χαλεπῶν [[φιλαργυρία]]», Πολύκλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοχλητικός]], [[δυσάρεστος]] («δύσφοροι καὶ χαλεποὶ... θώρακες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[επίφοβος]], [[επικίνδυνος]] (α. «δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι χαλεποὶ [[λίαν]]», ΚΔ<br />β. «ἐν λιμέσιν χαλεποῖσι» <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[έδαφος]]) [[δύσβατος]] («χωρία χαλεπὰ πετρώδη», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δύστροπος]] (α. «οὐκ αὖ σὺ παύσει χαλεπὸς ὢν καὶ [[δύσκολος]]», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ἀλλ' αἰεὶ χαλεπὸς περὶ πάντων εἰς μνηστήρων δμωσὶν Ὀδυσσῆος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αυστηρός]], [[άτεγκτος]] («ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων [[χαλεπός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για λόγο) [[σκληρός]], [[εκφοβιστικός]] ή [[προσβλητικός]] («χαλεπῷ [[ἠνίπαπε]] μύθῳ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> (για ζώο) [[άγριος]], [[ατίθασος]] («θηρία... χαλεπὰ τὰς [[φύσεις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαλεπόν</i><br />[[χαλεπότης]], [[σφοδρότητα]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χαλεπά</i><br />οι δυσκολίες, οι στενοχώριες<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «χαλεπὸν [[χωρίον]]» — [[τοποθεσία]] που [[είναι]] δύσκολο να καταληφθεί (<b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χαλεπῶς</i> ΜΑ<br /><b>1.</b> δύσκολα, με [[δυσχέρεια]] («[[ἔνθα]] διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> σκληρά, με [[αυστηρότητα]] ή με [[οργή]] («σκαιῶς γὰρ καὶ χαλεπῶς [[αὐτοῦ]] ἐκπυνθάνει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χαλεπῶς ἔχω» — βρίσκομαι σε κακή [[κατάσταση]] (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μόλις]] και [[μετά]] βίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «χαλεπῶς ἔχω» — οργίζομαι (<b>Ξεν.</b>)<br />β) «χαλεπῶς [[φέρω]]» — [[υπομένω]] με [[δυσκολία]] (<b>Θουκ.</b>)<br />γ) «χαλεπῶς ἔχει» — [[είναι]] δύσκολο (<b>Θουκ.</b>)<br />δ) «χαλεπῶς διατίθεμαι» — έχω κακή [[διάθεση]] (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαιότατο επίθ. άγνωστης ετυμολ. Τόσο η [[άποψη]] ότι η λ. έχει σχηματιστεί με ένα πρωτοελλ. [[επίθημα]] -<i>πός</i> από το θ. του ρ. <i>χαλῶ</i> και συνδέεται με τον τ. [[χωλός]] (για την πιθανή [[σύνδεση]] του [[χωλός]] με το <i>χαλῶ</i> <b>βλ. λ.</b> [[χωλός]]) «[[κουτσός]]» όσο και η σύνδεσή της με το αρχ. σλαβ. <i>zblb</i> «[[κακός]]» δεν θεωρούνται αρκετά πιθανές]. | |mltxt=-ή, -ό / [[χαλεπός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />[[δύσκολος]], [[δυσχερής]], αυτός του οποίου η [[αντιμετώπιση]] παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ<br />γ. «χαλεπὸν ὁ [[βίος]]», <b>Ξεν.</b><br />δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προξενεί πόνο και φόβο, [[αλγεινός]], [[φοβερός]], [[τρομερός]] (α. «λιμοῦ χαλεποῦ», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «οὐ γὰρ χαλεπὸν τὸ ἀποθανεῖν, ἀλλὰ χαλεπὸν τὸ παροξῦναι τὸν δεσπότην», Ιωάνν. Χρυσ.<br />γ. «χαλεπὸν δὲ σε [[γῆρας]] ὀπάζει», <b>Ησίοδ.</b><br />δ. «χαλεπὸς δὲ Διὸς μεγάλοιο [[κεραυνός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιβλαβής]], [[επιζήμιος]], [[βλαβερός]] («ἀρχὴ δὲ πάντων χαλεπῶν [[φιλαργυρία]]», Πολύκλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοχλητικός]], [[δυσάρεστος]] («δύσφοροι καὶ χαλεποὶ... θώρακες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[επίφοβος]], [[επικίνδυνος]] (α. «δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι χαλεποὶ [[λίαν]]», ΚΔ<br />β. «ἐν λιμέσιν χαλεποῖσι» <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[έδαφος]]) [[δύσβατος]] («χωρία χαλεπὰ πετρώδη», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δύστροπος]] (α. «οὐκ αὖ σὺ παύσει χαλεπὸς ὢν καὶ [[δύσκολος]]», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ἀλλ' αἰεὶ χαλεπὸς περὶ πάντων εἰς μνηστήρων δμωσὶν Ὀδυσσῆος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αυστηρός]], [[άτεγκτος]] («ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων [[χαλεπός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για λόγο) [[σκληρός]], [[εκφοβιστικός]] ή [[προσβλητικός]] («χαλεπῷ [[ἠνίπαπε]] μύθῳ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> (για ζώο) [[άγριος]], [[ατίθασος]] («θηρία... χαλεπὰ τὰς [[φύσεις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαλεπόν</i><br />[[χαλεπότης]], [[σφοδρότητα]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χαλεπά</i><br />οι δυσκολίες, οι στενοχώριες<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «χαλεπὸν [[χωρίον]]» — [[τοποθεσία]] που [[είναι]] δύσκολο να καταληφθεί (<b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χαλεπῶς</i> ΜΑ<br /><b>1.</b> δύσκολα, με [[δυσχέρεια]] («[[ἔνθα]] διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> σκληρά, με [[αυστηρότητα]] ή με [[οργή]] («σκαιῶς γὰρ καὶ χαλεπῶς [[αὐτοῦ]] ἐκπυνθάνει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χαλεπῶς ἔχω» — βρίσκομαι σε κακή [[κατάσταση]] (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μόλις]] και [[μετά]] βίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «χαλεπῶς ἔχω» — οργίζομαι (<b>Ξεν.</b>)<br />β) «χαλεπῶς [[φέρω]]» — [[υπομένω]] με [[δυσκολία]] (<b>Θουκ.</b>)<br />γ) «χαλεπῶς ἔχει» — [[είναι]] δύσκολο (<b>Θουκ.</b>)<br />δ) «χαλεπῶς διατίθεμαι» — έχω κακή [[διάθεση]] (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαιότατο επίθ. άγνωστης ετυμολ. Τόσο η [[άποψη]] ότι η λ. έχει σχηματιστεί με ένα πρωτοελλ. [[επίθημα]] -<i>πός</i> από το θ. του ρ. <i>χαλῶ</i> και συνδέεται με τον τ. [[χωλός]] (για την πιθανή [[σύνδεση]] του [[χωλός]] με το <i>χαλῶ</i> <b>βλ. λ.</b> [[χωλός]]) «[[κουτσός]]» όσο και η σύνδεσή της με το αρχ. σλαβ. <i>zblb</i> «[[κακός]]» δεν θεωρούνται αρκετά πιθανές]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χαλεπός:''' -ή, -όν, Λατ. [[difficilis]]·<br /><b class="num">Α.I. 1.</b> δύσκολα [[υποφερτός]], [[φοβερός]], [[βίαιος]], [[άγριος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· (<i>θώρακες</i>) <i>δύσφοροι καὶ χαλεποί</i>, λέγεται για [[κακώς]] συναρμοσμένους θώρακες, σε Ξεν.· <i>τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος</i>, η [[σφοδρότητα]] του ανέμου, στον ίδ.· <i>τὰ χαλεπά</i>, δυσκολίες, παθήματα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[δύσκολος]] στο να γίνει ή να αντιμετωπιστεί, [[δυσχερής]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· χαλεπὸν ὁ [[βίος]], η [[ζωή]] είναι σκληρό [[πράγμα]], σε Ξεν.· με απαρ., χαλεπή τοιἐγὼ ἀντιφέρεσθαι = χαλεπόν [[ἐστί]] μοι ἀντιφέρεσθαί σοι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>χαλεπὸν δέ τ' ὀρύσσειν</i> (τὸ [[μῶλυ]]), σε Ομήρ. Οδ.· χ. προσπολεμεῖν ὁ [[βασιλεύς]], σε Ισοκρ.· <i>χαλεπόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., είναι δύσκολο, δυσχερές να γίνει, σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[επικίνδυνος]], σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για το [[έδαφος]], δύσβατο, τραχύ, σε Θουκ., Ξεν.· χαλεπὸν [[χωρίον]], [[μέρος]] δύσκολο να το κατακτήσει [[κάποιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[σκληρός]] να τον αντιμετωπίσει [[κάποιος]], [[σκληρός]], [[αυστηρός]], [[άγριος]], [[οργίλος]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>χαλεπώτερος</i>, σκληρότερος [[εχθρός]], σε Θουκ.· <i>χαλεπώτατοι</i>, οι πιο δύσκολοι να τους αντιμετωπίσει [[κάποιος]], πιο επικίνδυνοι ή σκληρότατοι, σε Θουκ.· λέγεται για δικαστές, αυστηροί, σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άγρια ζώα, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[δύστροπος]], [[οργίλος]], [[τραχύς]], [[ιδιότροπος]], σε Αριστοφ.· ὀργὴν [[χαλεπός]], σε Ηρόδ. <b>Β. I. 1.</b> επίρρ., [[χαλεπῶς]], σκληρά, με [[δυσκολία]], Λατ. [[aegre]], διαγνῶναι [[χαλεπῶς]] ἦν ἄνδρα ἕκαστον, με [[δυσκολία]] μπορούσε [[κανείς]] να διακρίνει τον [[κάθε]] άντρα, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χαλεπῶς]] εὑρίσκειν, αντίθ. προς το <i>ῥαδίως μανθάνειν</i>, σε Ισοκρ.· <i>οὐ</i> ή μὴ [[χαλεπῶς]], [[χωρίς]] πολλή [[δυσκολία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με [[δυσκολία]], [[μόλις]], [[δοκέω]] [[χαλεπῶς]] ἂν Ἕλληνας Πέρσῃσι μάχεσθαι, σε Ηρόδ.· [[χαλεπῶς]] ἂν πείσαιμι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[χαλεπῶς]] [[ἔχει]] = χαλεπόν ἐστι, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> δύσκολα, άθλια, <i>χαλεπώτερον</i>, -ώτατα [[ζῆν]], σε Πλάτ.· <i>ἐν τοῖς χαλεπώτατα διάγειν</i>, ζω στην απόλυτη [[μιζέρια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, με [[σκληρότητα]], αυστηρώς, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· [[χαλεπῶς]] φέρειν τι, όπως το Λατ. [[aegre]] ferre, σε Θουκ.· [[συχνά]] στη [[φράση]] [[χαλεπῶς]] ἔχειν, σε Ξεν.· [[χαλεπῶς]] ἔχειν τινὶ [[ἐπί]] τινι, είμαι θυμωμένος με ένα [[πρόσωπο]] για κάποιο [[πράγμα]], σε Δημ.· [[χαλεπῶς]] διακεῖσθαι [[πρός]] τινα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[χαλεπῶς]] ἔχειν, βρίσκομαι σε κακή [[κατάσταση]], Λατ. [[male]] se habere, στον ίδ. | |||
}} | }} |