Anonymous

χαλεπός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλεπός:''' -ή, -όν, Λατ. [[difficilis]]·<br /><b class="num">Α.I. 1.</b> δύσκολα [[υποφερτός]], [[φοβερός]], [[βίαιος]], [[άγριος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· (<i>θώρακες</i>) <i>δύσφοροι καὶ χαλεποί</i>, λέγεται για [[κακώς]] συναρμοσμένους θώρακες, σε Ξεν.· <i>τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος</i>, η [[σφοδρότητα]] του ανέμου, στον ίδ.· <i>τὰ χαλεπά</i>, δυσκολίες, παθήματα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[δύσκολος]] στο να γίνει ή να αντιμετωπιστεί, [[δυσχερής]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· χαλεπὸν ὁ [[βίος]], η [[ζωή]] είναι σκληρό [[πράγμα]], σε Ξεν.· με απαρ., χαλεπή τοιἐγὼ ἀντιφέρεσθαι = χαλεπόν [[ἐστί]] μοι ἀντιφέρεσθαί σοι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>χαλεπὸν δέ τ' ὀρύσσειν</i> (τὸ [[μῶλυ]]), σε Ομήρ. Οδ.· χ. προσπολεμεῖν ὁ [[βασιλεύς]], σε Ισοκρ.· <i>χαλεπόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., είναι δύσκολο, δυσχερές να γίνει, σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[επικίνδυνος]], σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για το [[έδαφος]], δύσβατο, τραχύ, σε Θουκ., Ξεν.· χαλεπὸν [[χωρίον]], [[μέρος]] δύσκολο να το κατακτήσει [[κάποιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[σκληρός]] να τον αντιμετωπίσει [[κάποιος]], [[σκληρός]], [[αυστηρός]], [[άγριος]], [[οργίλος]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>χαλεπώτερος</i>, σκληρότερος [[εχθρός]], σε Θουκ.· <i>χαλεπώτατοι</i>, οι πιο δύσκολοι να τους αντιμετωπίσει [[κάποιος]], πιο επικίνδυνοι ή σκληρότατοι, σε Θουκ.· λέγεται για δικαστές, αυστηροί, σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άγρια ζώα, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[δύστροπος]], [[οργίλος]], [[τραχύς]], [[ιδιότροπος]], σε Αριστοφ.· ὀργὴν [[χαλεπός]], σε Ηρόδ. <b>Β. I. 1.</b> επίρρ., [[χαλεπῶς]], σκληρά, με [[δυσκολία]], Λατ. [[aegre]], διαγνῶναι [[χαλεπῶς]] ἦν ἄνδρα ἕκαστον, με [[δυσκολία]] μπορούσε [[κανείς]] να διακρίνει τον [[κάθε]] άντρα, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χαλεπῶς]] εὑρίσκειν, αντίθ. προς το <i>ῥαδίως μανθάνειν</i>, σε Ισοκρ.· <i>οὐ</i> ή μὴ [[χαλεπῶς]], [[χωρίς]] πολλή [[δυσκολία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με [[δυσκολία]], [[μόλις]], [[δοκέω]] [[χαλεπῶς]] ἂν Ἕλληνας Πέρσῃσι μάχεσθαι, σε Ηρόδ.· [[χαλεπῶς]] ἂν πείσαιμι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[χαλεπῶς]] [[ἔχει]] = χαλεπόν ἐστι, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> δύσκολα, άθλια, <i>χαλεπώτερον</i>, -ώτατα [[ζῆν]], σε Πλάτ.· <i>ἐν τοῖς χαλεπώτατα διάγειν</i>, ζω στην απόλυτη [[μιζέρια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, με [[σκληρότητα]], αυστηρώς, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· [[χαλεπῶς]] φέρειν τι, όπως το Λατ. [[aegre]] ferre, σε Θουκ.· [[συχνά]] στη [[φράση]] [[χαλεπῶς]] ἔχειν, σε Ξεν.· [[χαλεπῶς]] ἔχειν τινὶ [[ἐπί]] τινι, είμαι θυμωμένος με ένα [[πρόσωπο]] για κάποιο [[πράγμα]], σε Δημ.· [[χαλεπῶς]] διακεῖσθαι [[πρός]] τινα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[χαλεπῶς]] ἔχειν, βρίσκομαι σε κακή [[κατάσταση]], Λατ. [[male]] se habere, στον ίδ.
|lsmtext='''χαλεπός:''' -ή, -όν, Λατ. [[difficilis]]·<br /><b class="num">Α.I. 1.</b> δύσκολα [[υποφερτός]], [[φοβερός]], [[βίαιος]], [[άγριος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· (<i>θώρακες</i>) <i>δύσφοροι καὶ χαλεποί</i>, λέγεται για [[κακώς]] συναρμοσμένους θώρακες, σε Ξεν.· <i>τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος</i>, η [[σφοδρότητα]] του ανέμου, στον ίδ.· <i>τὰ χαλεπά</i>, δυσκολίες, παθήματα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[δύσκολος]] στο να γίνει ή να αντιμετωπιστεί, [[δυσχερής]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· χαλεπὸν ὁ [[βίος]], η [[ζωή]] είναι σκληρό [[πράγμα]], σε Ξεν.· με απαρ., χαλεπή τοιἐγὼ ἀντιφέρεσθαι = χαλεπόν [[ἐστί]] μοι ἀντιφέρεσθαί σοι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>χαλεπὸν δέ τ' ὀρύσσειν</i> (τὸ [[μῶλυ]]), σε Ομήρ. Οδ.· χ. προσπολεμεῖν ὁ [[βασιλεύς]], σε Ισοκρ.· <i>χαλεπόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., είναι δύσκολο, δυσχερές να γίνει, σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[επικίνδυνος]], σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για το [[έδαφος]], δύσβατο, τραχύ, σε Θουκ., Ξεν.· χαλεπὸν [[χωρίον]], [[μέρος]] δύσκολο να το κατακτήσει [[κάποιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[σκληρός]] να τον αντιμετωπίσει [[κάποιος]], [[σκληρός]], [[αυστηρός]], [[άγριος]], [[οργίλος]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>χαλεπώτερος</i>, σκληρότερος [[εχθρός]], σε Θουκ.· <i>χαλεπώτατοι</i>, οι πιο δύσκολοι να τους αντιμετωπίσει [[κάποιος]], πιο επικίνδυνοι ή σκληρότατοι, σε Θουκ.· λέγεται για δικαστές, αυστηροί, σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άγρια ζώα, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[δύστροπος]], [[οργίλος]], [[τραχύς]], [[ιδιότροπος]], σε Αριστοφ.· ὀργὴν [[χαλεπός]], σε Ηρόδ. <b>Β. I. 1.</b> επίρρ., [[χαλεπῶς]], σκληρά, με [[δυσκολία]], Λατ. [[aegre]], διαγνῶναι [[χαλεπῶς]] ἦν ἄνδρα ἕκαστον, με [[δυσκολία]] μπορούσε [[κανείς]] να διακρίνει τον [[κάθε]] άντρα, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χαλεπῶς]] εὑρίσκειν, αντίθ. προς το <i>ῥαδίως μανθάνειν</i>, σε Ισοκρ.· <i>οὐ</i> ή μὴ [[χαλεπῶς]], [[χωρίς]] πολλή [[δυσκολία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με [[δυσκολία]], [[μόλις]], [[δοκέω]] [[χαλεπῶς]] ἂν Ἕλληνας Πέρσῃσι μάχεσθαι, σε Ηρόδ.· [[χαλεπῶς]] ἂν πείσαιμι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[χαλεπῶς]] [[ἔχει]] = χαλεπόν ἐστι, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> δύσκολα, άθλια, <i>χαλεπώτερον</i>, -ώτατα [[ζῆν]], σε Πλάτ.· <i>ἐν τοῖς χαλεπώτατα διάγειν</i>, ζω στην απόλυτη [[μιζέρια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, με [[σκληρότητα]], αυστηρώς, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· [[χαλεπῶς]] φέρειν τι, όπως το Λατ. [[aegre]] ferre, σε Θουκ.· [[συχνά]] στη [[φράση]] [[χαλεπῶς]] ἔχειν, σε Ξεν.· [[χαλεπῶς]] ἔχειν τινὶ [[ἐπί]] τινι, είμαι θυμωμένος με ένα [[πρόσωπο]] για κάποιο [[πράγμα]], σε Δημ.· [[χαλεπῶς]] διακεῖσθαι [[πρός]] τινα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[χαλεπῶς]] ἔχειν, βρίσκομαι σε κακή [[κατάσταση]], Λατ. [[male]] se habere, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰλεπός:''' <b class="num">1)</b> трудный, затруднительный, тяжелый ([[ἄεθλος]] Hom.; [[ἔργον]] Arph.; πόνοι Plat.; [[πορεία]] Xen.): [[ῥῆμα]] [[χαλεπόν]] Plat. труднообъяснимое слово; ὁδὸς χαλεπή Plat. труднопроходимая дорога; λιμὴν [[χαλεπός]] Hom. малодоступный порт; χ. προσπολεμεῖν Thuc. с которым трудно сражаться;<br /><b class="num">2)</b> тяжелый, тяжкий, мучительный, жестокий ([[ἄλγος]], [[γῆρας]] Hom.; [[συμφορά]] Eur.; [[βίος]], [[νόσος]] Xen.; καιροί NT);<br /><b class="num">3)</b> опасный, страшный ([[θύελλα]], ἄνεμοι Hom.): χ. φαίνεσθαι [[ἐναργής]] Hom. он страшен на вид, когда появится;<br /><b class="num">4)</b> суровый, грозный, строгий ([[βασιλεύς]] Hom.; νόμοι Dem.; κριταί, [[τιμωρία]] Plat.): ὀργὴν χ. Her. крутого нрава;<br /><b class="num">5)</b> свирепый, злобный, злой (κύνες Xen.; θηρία Plat.; μέλισσαι Arst.): χαλεπῇ τῇ χειρί Arph. грубой рукой, силой - см. тж. [[χαλεπόν]].
}}
}}