3,277,048
edits
(47c) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[χῶμα]], -ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν<br />το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο [[έδαφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκόνη]] («ο [[αέρας]] γέμισε [[χώμα]] τα παράθυρα»)<br /><b>2.</b> [[έδαφος]] («έπεσε από [[ψηλά]] στο [[χώμα]]»)<br /><b>3.</b> γη, [[τόπος]] («το άγιο [[χώμα]] της πατρίδας»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έφαγε η [[πλάτη]] του [[χώμα]]» — έπεσε σε ύπτια [[θέση]]<br />β) «έφαγε η [[μύτη]] [ή η [[μούρη]]] του [[χώμα]]» — τον έριξε ο [[αντίπαλος]] [[μπρούμυτα]]<br />γ) «τον κύλισε στο [[χώμα]]» — τον έριξε [[καταγής]]<br />δ) «τον έφαγε το [μαύρο] [[χώμα]]» — πέθανε και τον έθαψαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίχωμα]], τεχνητό ύψωμα για την [[κατάληψη]] τείχους («ὁρῶντες τὸ [[χῶμα]] αἰρόμενον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανάχωμα]] σε όχθη ποταμού<br /><b>3.</b> [[αποβάθρα]], [[μώλος]]<br /><b>4.</b> [[αμμώδης]] [[γλώσσα]] εδάφους, [[ακρωτήριο]]<br /><b>5.</b> [[τύμβος]], [[τάφος]] (α. «[[οὔτε]] τάφων χώματα γαίας ἐσορῶ», <b>Ευρ.</b><br />β. «ὄμβρων μεγάλων ἐπιπεσόντων καὶ χώματος περιρραγέντος ἐξέωσε τὰς σοροὺς τὸ ῥεῡμα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[σωρός]] από ερείπια («ἔθηκας πόλεις εἰς [[χῶμα]]», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χω</i>- του αρχ. [[χώννυμι]] «[[σχηματίζω]] σωρό, [[φράζω]], [[αποκλείω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ζώννυμι]]: [[ζῶμα]])]. | |mltxt=το / [[χῶμα]], -ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν<br />το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο [[έδαφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκόνη]] («ο [[αέρας]] γέμισε [[χώμα]] τα παράθυρα»)<br /><b>2.</b> [[έδαφος]] («έπεσε από [[ψηλά]] στο [[χώμα]]»)<br /><b>3.</b> γη, [[τόπος]] («το άγιο [[χώμα]] της πατρίδας»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έφαγε η [[πλάτη]] του [[χώμα]]» — έπεσε σε ύπτια [[θέση]]<br />β) «έφαγε η [[μύτη]] [ή η [[μούρη]]] του [[χώμα]]» — τον έριξε ο [[αντίπαλος]] [[μπρούμυτα]]<br />γ) «τον κύλισε στο [[χώμα]]» — τον έριξε [[καταγής]]<br />δ) «τον έφαγε το [μαύρο] [[χώμα]]» — πέθανε και τον έθαψαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίχωμα]], τεχνητό ύψωμα για την [[κατάληψη]] τείχους («ὁρῶντες τὸ [[χῶμα]] αἰρόμενον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανάχωμα]] σε όχθη ποταμού<br /><b>3.</b> [[αποβάθρα]], [[μώλος]]<br /><b>4.</b> [[αμμώδης]] [[γλώσσα]] εδάφους, [[ακρωτήριο]]<br /><b>5.</b> [[τύμβος]], [[τάφος]] (α. «[[οὔτε]] τάφων χώματα γαίας ἐσορῶ», <b>Ευρ.</b><br />β. «ὄμβρων μεγάλων ἐπιπεσόντων καὶ χώματος περιρραγέντος ἐξέωσε τὰς σοροὺς τὸ ῥεῡμα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[σωρός]] από ερείπια («ἔθηκας πόλεις εἰς [[χῶμα]]», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χω</i>- του αρχ. [[χώννυμι]] «[[σχηματίζω]] σωρό, [[φράζω]], [[αποκλείω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ζώννυμι]]: [[ζῶμα]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χῶμα:''' -ατος, τό ([[χόω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανάχωμα]], [[σωρός]] χώματος, [[σηκωμένος]] ενάντια στα τείχη της πόλης για την άλωσή της, σε Ηρόδ., Θουκ.· [[πρόχωμα]] στην όχθη ποταμού για να εμποδίσει [[υπερχείλιση]], σε Ηρόδ.· [[φράγμα]], στον ίδ.· [[μόλος]] ή [[προβλήτα]], που φτάνει στη [[θάλασσα]], Λατ. [[moles]], στον ίδ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το Λατ. [[tumulus]], [[τύμβος]], σε Ηρόδ., Τραγ. | |||
}} | }} |