Anonymous

χῶμα: Difference between revisions

From LSJ
438 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χῶμα:''' -ατος, τό ([[χόω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανάχωμα]], [[σωρός]] χώματος, [[σηκωμένος]] ενάντια στα τείχη της πόλης για την άλωσή της, σε Ηρόδ., Θουκ.· [[πρόχωμα]] στην όχθη ποταμού για να εμποδίσει [[υπερχείλιση]], σε Ηρόδ.· [[φράγμα]], στον ίδ.· [[μόλος]] ή [[προβλήτα]], που φτάνει στη [[θάλασσα]], Λατ. [[moles]], στον ίδ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το Λατ. [[tumulus]], [[τύμβος]], σε Ηρόδ., Τραγ.
|lsmtext='''χῶμα:''' -ατος, τό ([[χόω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανάχωμα]], [[σωρός]] χώματος, [[σηκωμένος]] ενάντια στα τείχη της πόλης για την άλωσή της, σε Ηρόδ., Θουκ.· [[πρόχωμα]] στην όχθη ποταμού για να εμποδίσει [[υπερχείλιση]], σε Ηρόδ.· [[φράγμα]], στον ίδ.· [[μόλος]] ή [[προβλήτα]], που φτάνει στη [[θάλασσα]], Λατ. [[moles]], στον ίδ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το Λατ. [[tumulus]], [[τύμβος]], σε Ηρόδ., Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''χῶμα:''' ατος τό [[χώννυμι]]<br /><b class="num">1)</b> земляная насыпь, вал Her., Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> плотина, гать Her., Diod.;<br /><b class="num">3)</b> дамба, мол Her., Dem.;<br /><b class="num">4)</b> коса, мыс (Σαρπηδόνιον χ. Aesch.);<br /><b class="num">5)</b> могильная насыпь, курган Trag., Plat.
}}
}}