3,273,773
edits
(6) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ, κλητ. <i>περίφρον</i> ([[φρήν]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πολύ]] [[σκεπτικός]], [[πολύ]] [[προσεκτικός]], [[συνετός]], λέγεται για την [[Πηνελόπη]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> όπως [[ὑπέρφρων]], [[υπερόπτης]], [[υπερήφανος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που περιφρονεί [[κάτι]], σε Ανθ. | |lsmtext='''περίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ, κλητ. <i>περίφρον</i> ([[φρήν]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πολύ]] [[σκεπτικός]], [[πολύ]] [[προσεκτικός]], [[συνετός]], λέγεται για την [[Πηνελόπη]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> όπως [[ὑπέρφρων]], [[υπερόπτης]], [[υπερήφανος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που περιφρονεί [[κάτι]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> рассудительный, разумный ([[Πηνελόπεια]] Hom.; [[Ἣφαιστος]] HH);<br /><b class="num">2)</b> высокомерный, надменный (Aesch. - v. l. [[φυσίφρων]]);<br /><b class="num">3)</b> презирающий (κόσμοιο π. Anth.). | |||
}} | }} |