Anonymous

περίφρων: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ, κλητ. <i>περίφρον</i> ([[φρήν]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πολύ]] [[σκεπτικός]], [[πολύ]] [[προσεκτικός]], [[συνετός]], λέγεται για την [[Πηνελόπη]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> όπως [[ὑπέρφρων]], [[υπερόπτης]], [[υπερήφανος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που περιφρονεί [[κάτι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''περίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ, κλητ. <i>περίφρον</i> ([[φρήν]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πολύ]] [[σκεπτικός]], [[πολύ]] [[προσεκτικός]], [[συνετός]], λέγεται για την [[Πηνελόπη]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> όπως [[ὑπέρφρων]], [[υπερόπτης]], [[υπερήφανος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που περιφρονεί [[κάτι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''περίφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> рассудительный, разумный ([[Πηνελόπεια]] Hom.; [[Ἣφαιστος]] HH);<br /><b class="num">2)</b> высокомерный, надменный (Aesch. - v. l. [[φυσίφρων]]);<br /><b class="num">3)</b> презирающий (κόσμοιο π. Anth.).
}}
}}