3,274,175
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πελταστής:''' -οῦ, ὁ ([[πελτάζω]]), αυτός που φέρει ελαφριά [[ασπίδα]] ([[πέλτη]]) αντί για [[βαρύ]] [[ὅπλον]], ο [[πελταστής]], Λατ. [[cetratus]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. Οι πελταστές βρίσκονταν [[ανάμεσα]] στους <i>ὁπλῖταις</i> και στους <i>ψιλούς</i>. | |lsmtext='''πελταστής:''' -οῦ, ὁ ([[πελτάζω]]), αυτός που φέρει ελαφριά [[ασπίδα]] ([[πέλτη]]) αντί για [[βαρύ]] [[ὅπλον]], ο [[πελταστής]], Λατ. [[cetratus]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. Οι πελταστές βρίσκονταν [[ανάμεσα]] στους <i>ὁπλῖταις</i> και στους <i>ψιλούς</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πελταστής:''' οῦ ὁ вооруженный легким щитом, легковооруженный пехотинец, пельтаст Thuc., Eur., Xen. etc. | |||
}} | }} |