πελταστής: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πελταστής:''' -οῦ, ὁ ([[πελτάζω]]), αυτός που φέρει ελαφριά [[ασπίδα]] ([[πέλτη]]) αντί για [[βαρύ]] [[ὅπλον]], ο [[πελταστής]], Λατ. [[cetratus]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. Οι πελταστές βρίσκονταν [[ανάμεσα]] στους <i>ὁπλῖταις</i> και στους <i>ψιλούς</i>.
|lsmtext='''πελταστής:''' -οῦ, ὁ ([[πελτάζω]]), αυτός που φέρει ελαφριά [[ασπίδα]] ([[πέλτη]]) αντί για [[βαρύ]] [[ὅπλον]], ο [[πελταστής]], Λατ. [[cetratus]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. Οι πελταστές βρίσκονταν [[ανάμεσα]] στους <i>ὁπλῖταις</i> και στους <i>ψιλούς</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''πελταστής:''' οῦ ὁ вооруженный легким щитом, легковооруженный пехотинец, пельтаст Thuc., Eur., Xen. etc.
}}
}}