Anonymous

πελταστής: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>στρατ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιώτης]] οπλισμένος με [[πέλτη]], ελαφριά [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πελτασταί</i><br />σώματα [[ελαφρά]] οπλισμένων στρατιωτών που κρατούσαν [[πέλτη]], μικρή [[ασπίδα]] με [[σχήμα]] μηνοειδές, [[καθώς]] και [[ακόντιο]], ενώ σύμφωνα με τον Ηρόδοτο φορούσαν [[κράνος]] και έφεραν [[επίσης]] ένα ή δύο μαχαίρια, αρχικά ήταν Θράκες μισθοφόροι και κατείχαν [[θέση]] [[μεταξύ]] τών οπλιτών και τών ψιλών, ενώ [[συχνά]] αναφέρονται και [[κοντά]] στους τοξότες, υπό τον Αθηναίο στρατηγό Ιφικράτη αναδείχθηκαν σε στρατιωτική [[δύναμη]] αποφασιστικής σημασίας, ύστερα όμως από την άνοδο και τις κατακτήσεις του μακεδονικού στρατιωτικού συστήματος της [[φάλαγγας]] έχασαν την [[αξία]] τους κι έπεσαν σε [[παρακμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πελτάζω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[πέλτη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>στής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ασπι</i>-<i>στής</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>στρατ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιώτης]] οπλισμένος με [[πέλτη]], ελαφριά [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πελτασταί</i><br />σώματα [[ελαφρά]] οπλισμένων στρατιωτών που κρατούσαν [[πέλτη]], μικρή [[ασπίδα]] με [[σχήμα]] μηνοειδές, [[καθώς]] και [[ακόντιο]], ενώ σύμφωνα με τον Ηρόδοτο φορούσαν [[κράνος]] και έφεραν [[επίσης]] ένα ή δύο μαχαίρια, αρχικά ήταν Θράκες μισθοφόροι και κατείχαν [[θέση]] [[μεταξύ]] τών οπλιτών και τών ψιλών, ενώ [[συχνά]] αναφέρονται και [[κοντά]] στους τοξότες, υπό τον Αθηναίο στρατηγό Ιφικράτη αναδείχθηκαν σε στρατιωτική [[δύναμη]] αποφασιστικής σημασίας, ύστερα όμως από την άνοδο και τις κατακτήσεις του μακεδονικού στρατιωτικού συστήματος της [[φάλαγγας]] έχασαν την [[αξία]] τους κι έπεσαν σε [[παρακμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πελτάζω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[πέλτη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>στής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ασπι</i>-<i>στής</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πελταστής:''' -οῦ, ὁ ([[πελτάζω]]), αυτός που φέρει ελαφριά [[ασπίδα]] ([[πέλτη]]) αντί για [[βαρύ]] [[ὅπλον]], ο [[πελταστής]], Λατ. [[cetratus]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. Οι πελταστές βρίσκονταν [[ανάμεσα]] στους <i>ὁπλῖταις</i> και στους <i>ψιλούς</i>.
}}
}}