3,274,408
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οὐ:''' [[πριν]] από ψιλόφωνο [[φωνήεν]] οὐκ, ενώ [[πριν]] από δασύπνοο οὐχ, Αττ. επίσης [[οὐχί]], Επικ. [[οὐκί]]· επίρρ. που χρησιμ. ως αρνητικό [[μόριο]] σε προτάσεις κρίσεως (πρβλ. μή), όχι, Λατ. [[non]].<br /><b class="num">Α.</b>ΧΡΗΣΗ<br /><b class="num">I.</b> Συνάπτεται με μεμονωμένες λέξεις για να σχηματίσει μια [[οιονεί]] σύνθ. [[λέξη]], οὐ [[δίδωμι]], [[κατακρατώ]], <i>οὐκ ἐῶ</i>, [[αρνούμαι]], οὐκ [[ἐθέλω]], Λατ. [[nolo]], <i>οὔ φημι</i>, Λατ. [[nego]].<br /><b class="num">II. 1.</b> ως αρνητικό όλης της πρότασης, <i>τὴν δ' ἐγὼ οὐ λύσω</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> σε εξαρτημένες προτάσεις το <i>οὐ</i> χρησιμ.: <b>α)</b> με τα [[ὅτι]] και <i>ὡς</i>, [[μετά]] από λεκτικά ή γνωστικά ρήματα, <i>ἔλεξε ὡς Ἕλληνες οὐ μενοῖεν</i>, σε Αισχύλ. <b>β)</b> σε αιτιολογικές προτάσεις, [[καθώς]] και σε χρονικές προτάσεις που αναφέρονται σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, ἄχθεται [[ὅτι]] οὐ [[κάρτα]] θεραπεύεται, σε Ηρόδ.· οὐκ ἔσθ' ἐραστὴς [[ὅστις]] οὐκ ἀεὶ φιλεῖ, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> σε υποθετική [[πρόταση]] το <i>μὴ</i> είναι απαραίτητο, [[εκτός]]: <b>α)</b> όταν το <i>οὐ</i> έχει [[στενή]] [[σύναψη]] με το [[ρήμα]] (βλ. ανωτ. I), εἰ [[φθονέω]] τε καὶ οὐκ [[εἰῶ]] διαπέρσαι, σε Ομήρ. Ιλ. <b>β)</b> όταν η εξαρτημένη [[πρόταση]] είναι υποθετική μόνο κατά τον τύπο, <i>μὴ θαυμάσῃς</i>, <i>εἰ πολλὰ οὐ πρέπει σοι</i> (όπου εἰ = [[ὅ τι]]), σε Ισοκρ.· δεινὸν γὰρ εἴη [[πρῆγμα]], <i>εἰ Ἕλληνας οὐ τιμωρησόμεθα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> το <i>οὐ</i> χρησιμ. με απαρ. στον πλάγιο λόγο, όταν αντιπροσωπεύει την οριστ. του ευθέος λόγου, λέγοντες οὐκ [[εἶναι]] αὐτόνομοι, σε Θουκ.· [[οἶμαι]] οὐκ [[ὀλίγον]] [[ἔργον]] αὐτὸ [[εἶναι]] σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> το <i>οὐ</i> χρησιμ. με μτχ., όταν αυτή μπορεί να αναλυθεί σε πλήρη [[πρόταση]] με [[άρνηση]] <i>οὐ</i>· κατενόησαν οὐ πολλοὺς τοὺς Θηβαίους ὄντας = [[ὅ τι]] οὐ πολλοί εἰσι, σε Θουκ.<br /><b class="num">6.</b> έναρθρα επίθ. και έναρθρα αφηρημένα ουσ. [[συνήθως]] συνάπτονται με το <i>μή</i> (βλ. μή Β. 6), [[αλλά]] και το <i>οὐ</i> χρησιμ. περιστασιακά· [[τῶν]] γεφυρῶν οὐ διάλυσιν, η μη [[διάλυση]] της γέφυρας, το [[γεγονός]] ότι δεν διαλύθηκε, σε Θουκ.· ομοίως, ἡ οὐ [[περιτείχισις]], στον ίδ. <b>Β.</b> ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ, το αρνητικό [[μόριο]] [[συχνά]] επαναλαμβάνεται, έτσι ώστε τα [[δύο]] αρνητικά μόρια δεν ισοδυναμούν με ένα καταφατικό, σε Αττ.· <i>οὐκ ἔστιν οὐδὲν κρεῖσσον φίλου</i>, σε Ευρ.· καθεύδων οὐδεὶς οὐδενὸς [[ἄξιος]] οὐδὲν [[μᾶλλον]] τοῦ μὴ ζῶντος, σε Πλάτ.· οὐδενὶ [[οὐδαμῆ]] [[οὐδαμῶς]] οὐδεμίαν κοινωνίαν [[ἔχει]], στον ίδ. <b>Γ.</b> ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ του <i>οὐ</i>· [[μετά]] από ρήματα που δηλώνουν [[άρνηση]], [[αμφιβολία]] και [[έριδα]], ακολουθ. από τα <i>ὡς</i> ή [[ὅτι]], το <i>οὐ</i> παρεμβάλλεται, ενώ στην Αγγλική το αρνητικό [[μόριο]] δεν απαιτείται, ἀμφισβητεῖ ὡς οὐ [[δεῖ]] [[δίκην]] διδόναι, σε Πλάτ.· ομοίως, το <i>οὐ</i> χρησιμ. στο δεύτερο [[σκέλος]] μιας αποφατικής παραβολικής πρότασης, ἥκει ὁ [[Πέρσης]] [[οὐδέν]] τι [[μᾶλλον]] ἐπ' [[ἡμέας]] ἢ οὐ καὶ ἐπ' [[ὑμέας]], σε Ηρόδ. <b>Δ.</b> στην [[ποίηση]], εάν το <i>ἢ</i> βρίσκεται [[πριν]] από το <i>οὐ</i>, οι δυο ηχητικές εκφορές συνενώνονται σε μια ([[συνίζηση]]), όπως στα <i>ἢ οὐ</i>, <i>μὴ οὐ</i>. <b>Ε.</b> το <i>οὐ</i> σε συνδυασμό με άλλα μόρια θα το βρούμε σε αλφαβητική [[σειρά]], <i>οὐ γάρ</i>, <i>οὐ μή</i> κ.λπ. | |lsmtext='''οὐ:''' [[πριν]] από ψιλόφωνο [[φωνήεν]] οὐκ, ενώ [[πριν]] από δασύπνοο οὐχ, Αττ. επίσης [[οὐχί]], Επικ. [[οὐκί]]· επίρρ. που χρησιμ. ως αρνητικό [[μόριο]] σε προτάσεις κρίσεως (πρβλ. μή), όχι, Λατ. [[non]].<br /><b class="num">Α.</b>ΧΡΗΣΗ<br /><b class="num">I.</b> Συνάπτεται με μεμονωμένες λέξεις για να σχηματίσει μια [[οιονεί]] σύνθ. [[λέξη]], οὐ [[δίδωμι]], [[κατακρατώ]], <i>οὐκ ἐῶ</i>, [[αρνούμαι]], οὐκ [[ἐθέλω]], Λατ. [[nolo]], <i>οὔ φημι</i>, Λατ. [[nego]].<br /><b class="num">II. 1.</b> ως αρνητικό όλης της πρότασης, <i>τὴν δ' ἐγὼ οὐ λύσω</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> σε εξαρτημένες προτάσεις το <i>οὐ</i> χρησιμ.: <b>α)</b> με τα [[ὅτι]] και <i>ὡς</i>, [[μετά]] από λεκτικά ή γνωστικά ρήματα, <i>ἔλεξε ὡς Ἕλληνες οὐ μενοῖεν</i>, σε Αισχύλ. <b>β)</b> σε αιτιολογικές προτάσεις, [[καθώς]] και σε χρονικές προτάσεις που αναφέρονται σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, ἄχθεται [[ὅτι]] οὐ [[κάρτα]] θεραπεύεται, σε Ηρόδ.· οὐκ ἔσθ' ἐραστὴς [[ὅστις]] οὐκ ἀεὶ φιλεῖ, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> σε υποθετική [[πρόταση]] το <i>μὴ</i> είναι απαραίτητο, [[εκτός]]: <b>α)</b> όταν το <i>οὐ</i> έχει [[στενή]] [[σύναψη]] με το [[ρήμα]] (βλ. ανωτ. I), εἰ [[φθονέω]] τε καὶ οὐκ [[εἰῶ]] διαπέρσαι, σε Ομήρ. Ιλ. <b>β)</b> όταν η εξαρτημένη [[πρόταση]] είναι υποθετική μόνο κατά τον τύπο, <i>μὴ θαυμάσῃς</i>, <i>εἰ πολλὰ οὐ πρέπει σοι</i> (όπου εἰ = [[ὅ τι]]), σε Ισοκρ.· δεινὸν γὰρ εἴη [[πρῆγμα]], <i>εἰ Ἕλληνας οὐ τιμωρησόμεθα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> το <i>οὐ</i> χρησιμ. με απαρ. στον πλάγιο λόγο, όταν αντιπροσωπεύει την οριστ. του ευθέος λόγου, λέγοντες οὐκ [[εἶναι]] αὐτόνομοι, σε Θουκ.· [[οἶμαι]] οὐκ [[ὀλίγον]] [[ἔργον]] αὐτὸ [[εἶναι]] σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> το <i>οὐ</i> χρησιμ. με μτχ., όταν αυτή μπορεί να αναλυθεί σε πλήρη [[πρόταση]] με [[άρνηση]] <i>οὐ</i>· κατενόησαν οὐ πολλοὺς τοὺς Θηβαίους ὄντας = [[ὅ τι]] οὐ πολλοί εἰσι, σε Θουκ.<br /><b class="num">6.</b> έναρθρα επίθ. και έναρθρα αφηρημένα ουσ. [[συνήθως]] συνάπτονται με το <i>μή</i> (βλ. μή Β. 6), [[αλλά]] και το <i>οὐ</i> χρησιμ. περιστασιακά· [[τῶν]] γεφυρῶν οὐ διάλυσιν, η μη [[διάλυση]] της γέφυρας, το [[γεγονός]] ότι δεν διαλύθηκε, σε Θουκ.· ομοίως, ἡ οὐ [[περιτείχισις]], στον ίδ. <b>Β.</b> ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ, το αρνητικό [[μόριο]] [[συχνά]] επαναλαμβάνεται, έτσι ώστε τα [[δύο]] αρνητικά μόρια δεν ισοδυναμούν με ένα καταφατικό, σε Αττ.· <i>οὐκ ἔστιν οὐδὲν κρεῖσσον φίλου</i>, σε Ευρ.· καθεύδων οὐδεὶς οὐδενὸς [[ἄξιος]] οὐδὲν [[μᾶλλον]] τοῦ μὴ ζῶντος, σε Πλάτ.· οὐδενὶ [[οὐδαμῆ]] [[οὐδαμῶς]] οὐδεμίαν κοινωνίαν [[ἔχει]], στον ίδ. <b>Γ.</b> ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ του <i>οὐ</i>· [[μετά]] από ρήματα που δηλώνουν [[άρνηση]], [[αμφιβολία]] και [[έριδα]], ακολουθ. από τα <i>ὡς</i> ή [[ὅτι]], το <i>οὐ</i> παρεμβάλλεται, ενώ στην Αγγλική το αρνητικό [[μόριο]] δεν απαιτείται, ἀμφισβητεῖ ὡς οὐ [[δεῖ]] [[δίκην]] διδόναι, σε Πλάτ.· ομοίως, το <i>οὐ</i> χρησιμ. στο δεύτερο [[σκέλος]] μιας αποφατικής παραβολικής πρότασης, ἥκει ὁ [[Πέρσης]] [[οὐδέν]] τι [[μᾶλλον]] ἐπ' [[ἡμέας]] ἢ οὐ καὶ ἐπ' [[ὑμέας]], σε Ηρόδ. <b>Δ.</b> στην [[ποίηση]], εάν το <i>ἢ</i> βρίσκεται [[πριν]] από το <i>οὐ</i>, οι δυο ηχητικές εκφορές συνενώνονται σε μια ([[συνίζηση]]), όπως στα <i>ἢ οὐ</i>, <i>μὴ οὐ</i>. <b>Ε.</b> το <i>οὐ</i> σε συνδυασμό με άλλα μόρια θα το βρούμε σε αλφαβητική [[σειρά]], <i>οὐ γάρ</i>, <i>οὐ μή</i> κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οὐ:''' intens. атт. [[οὐχί]], перед гласн. οὐκ, перед придых. οὐχ (отрицание факта, в отличие от μή, отрицающего возможность) не, нет: οὐκ [[ἐθέλω]] Hom. не хочу; οὔ φημι Hom. отказываюсь или отрицаю; [[ἐάν]] τε οὐ [[φῆτε]], [[ἐάν]] τε [[φῆτε]] Plat. (независимо от того), несогласны вы (с этим) или согласны; οὐκ [[ἄκων]] Hom. действующий не по принуждению, т. е. охотно; οὐ [[καλός]] Soph. безобразный, отвратительный; οὐ [[μάλα]] Xen. не очень, не совсем; οὐκ ἔμοιγε δοκεῖ Plat. нет, не думаю; ἡ οὐκ [[ἐξουσία]] τῆς ἀγωνίσεως Thuc. неразрешение, т. е. запрещение участвовать в состязании; ἡ τῶν γεφυρῶν οὐ [[διάλυσις]] Thuc. неразрушение, т. е. оставление в целости мостов; οὐκ ἐρεῖς; Soph. (отчего) ты (ничего) не говоришь?; οὐκ ἂν φράσειας; Soph. не скажешь ли?; οὔκ или [[οὐδείς]] ἐστιν, [[ὅστις]] οὐ Eur., Isocr. нет такого, который бы не, т. е. решительно всякий; οὐκ ἔστιν [[οὐδείς]] Soph. нет никого; οὐκ οἶδεν [[οὐδείς]] Aesch. (этого) никто не знает; οὔκ ἐστιν [[οὐδαμοῦ]] [[οὐδαμῶς]] Plat. этого нет решительно нигде; οὐκ, ἀλλὰ [[τοῦτο]] Plat. нет, именно это; (для подчеркивания ставится иногда в конце предложения): βούλονται [[μέν]], δύνανται δ᾽ οὔ Thuc. они желают (этого), но не могут; καλὸς [[μέν]], [[μέγας]] δ᾽ οὔ Xen. красивый, но небольшой; οὔ μοι δοκεῖ, ὦ Ἱππία, οὐκ Plat. нет, Гиппий, я этого не думаю; οὐ γὰρ ἂν δυναίμην, οὐ [[μέντοι]] Plat. нет, этого я, право, не сумею; (в клятвах): οὐ [[δῆθεν]], μὰ τὸν Δί᾽ οὔ! Arph. или οὐ μὰ Δί᾽, οὔκ! Xen. ну нет, клянусь Зевсом!; οὐ μὰ τὴν δέσποιναν Ἄρτεμιν! Soph. клянусь владычицей Артемидой!; (плеонастически): οὐδὲν [[μᾶλλον]] Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς Ἰλιάδος χώρης ἢ οὐ καὶ [[σφίσι]] Her. (афиняне доказывали, что) у эолийцев не больше прав на Илионский край, чем у них; ἐὰν ἀμφισβητῇ, ὡς οὐκ ἀληθῆ λέγομεν Plat. если он сомневается в том, говорим ли мы правду; οὐ γάρ; Plat. не так ли? или Arph. почему же нет?; οὐ γάρ Plat. конечно нет; οὐ γάρ πού (γε) Plat. ибо никоим образом; οὐ γὰρ δή (που) Plat. ибо ведь не, конечно же нет; μὴ σκῶπτέ μ᾽, οὐ γάρ, ἀλλὰ [[ἔχω]] [[κακῶς]] Arph. не смейся надо мной, право же не надо, мне дурно; οὐ γὰρ ἄν (γε) Soph. ибо никак, никоим образом; οὐ γὰρ ἄν [[ποτέ]] (γε) Soph. ибо никогда (в жизни); οὐ [[δῆτα]] Aesch. поистине нет, ничуть; οὔ [[θην]] (δή) Hom., οὐ [[μήν]] Thuc., οὐ μὲν ([[οὖν]]) Plat., οὐ [[μέντοι]] Her. безусловно нет, совсем не; οὐ (sc. [[φόβος]] или [[δεινόν]] ἐστι) μή нечего бояться, т. е. нет никакого сомнения, совершенно очевидно, что не: οὐ μὴ πίθηται Soph. он безусловно не даст себя уговорить; οὐ μὴ μόλῃ [[ποτέ]] Eur. он уже никогда не вернется; οὐ μή ποτε ἐλεγχθῶ Plat. никогда меня не опровергнуть; οὐ μὴ δύνηται Xen. он никак не сможет; ούχ ὅτι …, ἀλλὰ [[καί]] … Xen. etc. не только …, но и …. | |||
}} | }} |