3,277,002
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεπαίρω:''' μέλ. <i>-ᾰρῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ανυψώνω]] ή [[ανασηκώνω]] συγχρόνως, σε Ξεν. — Παθ., ανυψώνομαι μαζί με, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρακινώ]], [[προτρέπω]] μαζί ή επίσης, [[συνεγείρω]], σε Ξεν. — Παθ., εξεγείρομαι μαζί με άλλους, με δοτ., σε Πλούτ. | |lsmtext='''συνεπαίρω:''' μέλ. <i>-ᾰρῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ανυψώνω]] ή [[ανασηκώνω]] συγχρόνως, σε Ξεν. — Παθ., ανυψώνομαι μαζί με, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρακινώ]], [[προτρέπω]] μαζί ή επίσης, [[συνεγείρω]], σε Ξεν. — Παθ., εξεγείρομαι μαζί με άλλους, με δοτ., σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεπαίρω:''' <b class="num">1)</b> одновременно или вместе с тем поднимать (τὰ πρόσθια σκέλη Arst.): τῷ μεγέθει τῶν λεγομένων συνεπαίρεσθαι Luc. подняться до величия темы;<br /><b class="num">2)</b> побуждать, возбуждать (τινα Xen., Plut.). | |||
}} | }} |