Anonymous

συνεπαίρω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπαίρω:''' μέλ. <i>-ᾰρῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ανυψώνω]] ή [[ανασηκώνω]] συγχρόνως, σε Ξεν. — Παθ., ανυψώνομαι μαζί με, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρακινώ]], [[προτρέπω]] μαζί ή επίσης, [[συνεγείρω]], σε Ξεν. — Παθ., εξεγείρομαι μαζί με άλλους, με δοτ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''συνεπαίρω:''' μέλ. <i>-ᾰρῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ανυψώνω]] ή [[ανασηκώνω]] συγχρόνως, σε Ξεν. — Παθ., ανυψώνομαι μαζί με, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρακινώ]], [[προτρέπω]] μαζί ή επίσης, [[συνεγείρω]], σε Ξεν. — Παθ., εξεγείρομαι μαζί με άλλους, με δοτ., σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπαίρω:''' <b class="num">1)</b> одновременно или вместе с тем поднимать (τὰ πρόσθια σκέλη Arst.): τῷ μεγέθει τῶν λεγομένων συνεπαίρεσθαι Luc. подняться до величия темы;<br /><b class="num">2)</b> побуждать, возбуждать (τινα Xen., Plut.).
}}
}}