Anonymous

συνεπαίρω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐπαίρω]]<br />(κυριολ. και μτφ.) [[υψώνω]], [[εγείρω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «ἔδει δὲ τὰ πρόσθια σκέλη συνεπαίρειν», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «τῇ μεγαλωσύνῃ αὐτοῡ τὸν εὔφημον ἦχον οἷόν τινι μεγαλοφώνῳ σάλπιγγι συνεπαίροντα», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διεγείρω]], [[παρορμώ]] σε [[κάτι]] [[μαζί]] ή επί [[πλέον]] («ὅ τε γὰρ [[οἶνος]] συνεπαίρει καὶ ο [[ἔρως]] κεντρίζει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεπαίρομαι</i><br />α) εξογκώνομαι ταυτοχρόνως<br />β) εξυψώνομαι [[μαζί]], [[παίρνω]] ύψος, όγκο, [[μεγαλοπρέπεια]] («ἡ [[λέξις]]... ἐπὶ γῆς βεβηκέτω, τῷ μὲν κάλλει καὶ τῷ μεγέθει τῶν λεγομένων συνεπαιρομένη καὶ ὡς ἔνι [[μάλιστα]] ὁμοιουμένη», <b>Λουκιαν.</b>)<br />γ) εξεγείρομαι [[μαζί]] με κάποιον, [[επαναστατώ]] [[μαζί]]<br />δ) φέρομαι [[προς]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον («συνεπαιρομένου σὺν τῷ αἵματι καὶ τοῡ μοχθηροῡ χυμοῡ», Αέτ.).
|mltxt=ΜΑ [[ἐπαίρω]]<br />(κυριολ. και μτφ.) [[υψώνω]], [[εγείρω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «ἔδει δὲ τὰ πρόσθια σκέλη συνεπαίρειν», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «τῇ μεγαλωσύνῃ αὐτοῡ τὸν εὔφημον ἦχον οἷόν τινι μεγαλοφώνῳ σάλπιγγι συνεπαίροντα», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διεγείρω]], [[παρορμώ]] σε [[κάτι]] [[μαζί]] ή επί [[πλέον]] («ὅ τε γὰρ [[οἶνος]] συνεπαίρει καὶ ο [[ἔρως]] κεντρίζει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεπαίρομαι</i><br />α) εξογκώνομαι ταυτοχρόνως<br />β) εξυψώνομαι [[μαζί]], [[παίρνω]] ύψος, όγκο, [[μεγαλοπρέπεια]] («ἡ [[λέξις]]... ἐπὶ γῆς βεβηκέτω, τῷ μὲν κάλλει καὶ τῷ μεγέθει τῶν λεγομένων συνεπαιρομένη καὶ ὡς ἔνι [[μάλιστα]] ὁμοιουμένη», <b>Λουκιαν.</b>)<br />γ) εξεγείρομαι [[μαζί]] με κάποιον, [[επαναστατώ]] [[μαζί]]<br />δ) φέρομαι [[προς]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον («συνεπαιρομένου σὺν τῷ αἵματι καὶ τοῡ μοχθηροῡ χυμοῡ», Αέτ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεπαίρω:''' μέλ. <i>-ᾰρῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ανυψώνω]] ή [[ανασηκώνω]] συγχρόνως, σε Ξεν. — Παθ., ανυψώνομαι μαζί με, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρακινώ]], [[προτρέπω]] μαζί ή επίσης, [[συνεγείρω]], σε Ξεν. — Παθ., εξεγείρομαι μαζί με άλλους, με δοτ., σε Πλούτ.
}}
}}