τρῦχος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῦχος:''' -εος, τό ([[τρύω]]), φθαρμένο [[ιμάτιο]], [[ράκος]], παλιό [[ρούχο]], σε Ευρ.· στον πληθ., ράκη, στον ίδ.
|lsmtext='''τρῦχος:''' -εος, τό ([[τρύω]]), φθαρμένο [[ιμάτιο]], [[ράκος]], παλιό [[ρούχο]], σε Ευρ.· στον πληθ., ράκη, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῦχος:''' v. l. τρύχος, εος τό тж. pl. лохмотья, рубище Soph., Eur., Arst., Anth.
}}
}}