τρῦχος
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
English (LSJ)
εος, τό,
A worn out, tattered garment, τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος S.Fr.777; τρύχει πέπλων E.El.501, cf. Thphr. HP 3.8.6: pl., rags, tatters, E.El.185 (lyr.), Ph.325 (lyr.), Ar.Ach. 418.
II rent, δι' ἱματίων.. οἷον τ. ἐποίησεν Arist.Mete.371a28.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 haillon, loque;
2 τὰ τρύχη vêtement de deuil.
Étymologie: τρύχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρῦχος -ους, zonder contr. -εος, τό [τρύχω] lap, flard.
German (Pape)
τό, das Abgerissene, Abgeriebene, Abgetragene; bes. ein abgerissenes, zerlumptes, zerfetztes Kleid, Lumpen, Fetzen, Soph. frg. 843; τρύχει πέπλων ἐξομόρξασθαι δάκρυα, Eur. El. 501; Ar. Ach. 393; γηραλέον νεφέλας, Antip.Sid. 17 (VI.109); λίνων γηραιὰ τρύχη, Philp. 8 (VI.117); – ein Trauerkleid, Eur. Phoen. 325 (πένθιμα τρύχη Dion.Hal. 8.41); weil es gew. Ausdruck der Trauer war, die Kleider zu zerreißen; – überhaupt Stück, Bruchstück, Sp.
Russian (Dvoretsky)
τρῦχος: v.l. τρύχος, εος τό тж. pl. лохмотья, рубище Soph., Eur., Arst., Anth.
Greek Monolingual
και τρύχος, -εος και -ους, τὸ, Α
1. ένδυμα τριμμένο, ράκος, κουρέλι
2. σχίσμα, κομμάτι
3. στον πληθ. τὰ τρύχη
τα κουρέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρυχ- του ρ. τρύχω + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ. (πρβλ. λαῖφος)].
Greek Monotonic
τρῦχος: -εος, τό (τρύω), φθαρμένο ιμάτιο, ράκος, παλιό ρούχο, σε Ευρ.· στον πληθ., ράκη, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῦχος: -εος, τό, ἱμάτιον τετριμμένον καὶ ῥακῶδες, ῥάκος, τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος Σοφ. Ἀποσπ. 843· τρύχει πέπλων Εὐρ. Ἠλ. 501· - ἐν τῷ πληθ., ῥάκη, αὐτόθι 184, Φοίν. 325, Ἀριστοφ. Ἀχ. 418. ΙΙ. σχίσμα, ῥῆγμα, δι’ ἱματίων... οἷον τρ. ἐποίησεν Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 11. [Οἱ παλαιοὶ γραμμ. γράφουσι τρύχος, ὡς εἰ τὸ υ ἦν βραχύ· ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ ἔχουσι πανταχοῦ ῡ, ὡς ἀπαιτεῖ ἡ ἐτυμολογία ἐκ τοῦ τρύχω].
Middle Liddell
τρῦχος, ος, εος, τό, τρύω
a worn out garment, a rag, shred, Eur.;—in pl. rags, tatters, Eur.