3,244,132
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῦχος:''' -εος, τό ([[τρύω]]), φθαρμένο [[ιμάτιο]], [[ράκος]], παλιό [[ρούχο]], σε Ευρ.· στον πληθ., ράκη, στον ίδ. | |lsmtext='''τρῦχος:''' -εος, τό ([[τρύω]]), φθαρμένο [[ιμάτιο]], [[ράκος]], παλιό [[ρούχο]], σε Ευρ.· στον πληθ., ράκη, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῦχος:''' v. l. τρύχος, εος τό тж. pl. лохмотья, рубище Soph., Eur., Arst., Anth. | |||
}} | }} |