δενδίλλω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δενδίλλω:''' [[στρέφω]] τα μάτια ή [[κοιτάζω]] φευγαλέα, [[γρήγορα]], [[λοξοκοιτάζω]], [[στραβοκοιτάζω]]· <i>δενδίλλων ἐς ἕκαστον</i>, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''δενδίλλω:''' [[στρέφω]] τα μάτια ή [[κοιτάζω]] φευγαλέα, [[γρήγορα]], [[λοξοκοιτάζω]], [[στραβοκοιτάζω]]· <i>δενδίλλων ἐς ἕκαστον</i>, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''δενδίλλω:''' многозначительно взглядывать, подмигивать (ἔς τινα Hom.).
}}
}}