Anonymous

δενδίλλω: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δενδίλλω]] (Α)<br />[[παρατηρώ]] με γρήγορες ματιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εκφραστικό τ. με αναδιπλασιασμό, αβέβαιης ετυμολ.].
|mltxt=[[δενδίλλω]] (Α)<br />[[παρατηρώ]] με γρήγορες ματιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εκφραστικό τ. με αναδιπλασιασμό, αβέβαιης ετυμολ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δενδίλλω:''' [[στρέφω]] τα μάτια ή [[κοιτάζω]] φευγαλέα, [[γρήγορα]], [[λοξοκοιτάζω]], [[στραβοκοιτάζω]]· <i>δενδίλλων ἐς ἕκαστον</i>, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}