ἐπίχαρτος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίχαρτος:''' -ον ([[ἐπιχαίρω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτό μέσω του οποίου νιώθει [[χαρά]] [[κάποιος]], [[γοητευτικός]], [[σαγηνευτικός]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό με το οποίο [[κάποιος]] αισθάνεται μνησίκακη [[χαρά]], [[χαιρεκακία]], <i>ἐχθροῖς ἐπίχαρτα</i>, βάσανα, ταλαιπωρίες που δίνουν [[αφορμή]] χαράς στους εχθρούς μου, σε Αισχύλ.· οἱ [[δικαίως]] τι πάσχοντες ἐπίχαρτοι, το να βλέπεις ανθρώπους που [[δικαίως]] τιμωρούνται, προσφέρει άξια [[ικανοποίηση]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐπίχαρτος:''' -ον ([[ἐπιχαίρω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτό μέσω του οποίου νιώθει [[χαρά]] [[κάποιος]], [[γοητευτικός]], [[σαγηνευτικός]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό με το οποίο [[κάποιος]] αισθάνεται μνησίκακη [[χαρά]], [[χαιρεκακία]], <i>ἐχθροῖς ἐπίχαρτα</i>, βάσανα, ταλαιπωρίες που δίνουν [[αφορμή]] χαράς στους εχθρούς μου, σε Αισχύλ.· οἱ [[δικαίως]] τι πάσχοντες ἐπίχαρτοι, το να βλέπεις ανθρώπους που [[δικαίως]] τιμωρούνται, προσφέρει άξια [[ικανοποίηση]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίχαρτος:''' доставляющий радость, радующий Aesch., Soph., Plat., Plut.: οἱ [[δικαίως]] τι πάσχοντες ἐπίχαρτοι Thuc. те, кто терпит по заслугам, вызывают (в нас) чувство удовлетворения.
}}
}}