Anonymous

ἐπίχαρτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίχαρτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ευφρόσυνος]], [[χαροποιός]] («γεραροῑς ἐπίχαρτον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτό για το οποίο αισθάνεται [[κανείς]] [[χαιρεκακία]]<br /><b>3.</b> [[χαιρέκακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>χαρτος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χαρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ε</i>-<i>χάρ</i>-<i>ην</i>)].
|mltxt=[[ἐπίχαρτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ευφρόσυνος]], [[χαροποιός]] («γεραροῑς ἐπίχαρτον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτό για το οποίο αισθάνεται [[κανείς]] [[χαιρεκακία]]<br /><b>3.</b> [[χαιρέκακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>χαρτος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χαρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ε</i>-<i>χάρ</i>-<i>ην</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίχαρτος:''' -ον ([[ἐπιχαίρω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτό μέσω του οποίου νιώθει [[χαρά]] [[κάποιος]], [[γοητευτικός]], [[σαγηνευτικός]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό με το οποίο [[κάποιος]] αισθάνεται μνησίκακη [[χαρά]], [[χαιρεκακία]], <i>ἐχθροῖς ἐπίχαρτα</i>, βάσανα, ταλαιπωρίες που δίνουν [[αφορμή]] χαράς στους εχθρούς μου, σε Αισχύλ.· οἱ [[δικαίως]] τι πάσχοντες ἐπίχαρτοι, το να βλέπεις ανθρώπους που [[δικαίως]] τιμωρούνται, προσφέρει άξια [[ικανοποίηση]], σε Θουκ.
}}
}}