3,277,002
edits
(6) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[συνέχω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να συγκρατεί, να τηρεί σε [[συνοχή]], σε Ξεν. | |lsmtext='''συνεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[συνέχω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να συγκρατεί, να τηρεί σε [[συνοχή]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεκτέον:''' adj. verb. к [[συνέχω]]. | |||
}} | }} |