Anonymous

συνεκτέον: Difference between revisions

From LSJ
6
(6_20)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεκτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[συνέχω]], δεῖ συνέχειν, συγκρατεῖν, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70.
|lstext='''συνεκτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[συνέχω]], δεῖ συνέχειν, συγκρατεῖν, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[συνέχω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να συγκρατεί, να τηρεί σε [[συνοχή]], σε Ξεν.
}}
}}