3,274,921
edits
(6_20) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεκτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[συνέχω]], δεῖ συνέχειν, συγκρατεῖν, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70. | |lstext='''συνεκτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[συνέχω]], δεῖ συνέχειν, συγκρατεῖν, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[συνέχω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να συγκρατεί, να τηρεί σε [[συνοχή]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |