Anonymous

συνεκτέον: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[συνέχω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να συγκρατεί, να τηρεί σε [[συνοχή]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συνεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[συνέχω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να συγκρατεί, να τηρεί σε [[συνοχή]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεκτέον:''' adj. verb. к [[συνέχω]].
}}
}}