ὀνικός: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀνῐκός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε, προέρχεται από ή προρίζεται για έναν γάιδαρο· ὀνικὸς [[μύλος]], βλ. [[ὄνος]] II. 2.
|lsmtext='''ὀνῐκός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε, προέρχεται από ή προρίζεται για έναν γάιδαρο· ὀνικὸς [[μύλος]], βλ. [[ὄνος]] II. 2.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνικός:''' ослиный: [[μύλος]] ὀ. NT мельничный камень, жернов (ср. [[ὄνος]] 5).
}}
}}