3,274,754
edits
(29) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀνικός]], -ή, -όν)[[όνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ονικά κτήνη» — οι όνοι<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀνικά</i><br />οι όνοι. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀνικός]], -ή, -όν)[[όνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ονικά κτήνη» — οι όνοι<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀνικά</i><br />οι όνοι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀνῐκός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε, προέρχεται από ή προρίζεται για έναν γάιδαρο· ὀνικὸς [[μύλος]], βλ. [[ὄνος]] II. 2. | |||
}} | }} |