συγκαταφέρω: Difference between revisions

4
(39)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[καταφέρω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>παθ.</b> <i>συγκαταφέρομαι</i><br />[[κατέρχομαι]] με άλλον, φέρομαι [[προς]] τα [[κάτω]] [[μαζί]] («ὥς [[ὕδωρ]] καὶ [[χάλαζα]] συγκαταφερομένη βίᾳ», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρω]] [[μαζί]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (για [[αρτηρία]]) [[παίρνω]] την [[ίδια]] [[κατεύθυνση]] με άλλον<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] σε [[κηδεία]], πιθ. με οικονομική [[συνδρομή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκαταφέρομαι τῷ βάρει τῆς πληγῆς» — [[πέφτω]] λόγω ισχυρού χτυπήματος (<b>Διόδ.</b>)<br />β) «συγκαταφερομαι δόξῃ [[περί]] τινος» — [[συμφωνώ]] με κάποιον (<b>Πολ.</b>).
|mltxt=ΜΑ [[καταφέρω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>παθ.</b> <i>συγκαταφέρομαι</i><br />[[κατέρχομαι]] με άλλον, φέρομαι [[προς]] τα [[κάτω]] [[μαζί]] («ὥς [[ὕδωρ]] καὶ [[χάλαζα]] συγκαταφερομένη βίᾳ», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρω]] [[μαζί]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (για [[αρτηρία]]) [[παίρνω]] την [[ίδια]] [[κατεύθυνση]] με άλλον<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] σε [[κηδεία]], πιθ. με οικονομική [[συνδρομή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκαταφέρομαι τῷ βάρει τῆς πληγῆς» — [[πέφτω]] λόγω ισχυρού χτυπήματος (<b>Διόδ.</b>)<br />β) «συγκαταφερομαι δόξῃ [[περί]] τινος» — [[συμφωνώ]] με κάποιον (<b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαταφέρω:''' вместе уносить, увлекать (συγκαταφέρεσθαι ὑπὸ τῶν ποταμῶν Arst.): σ. τι τῇ ῥύμῃ τῆς φορᾶς Plut. стремительно нести с собою; συγκαταφερόμενος τῇ καθωμιλημένῃ [[δόξῃ]] Polyb. увлеченный всеобщим мнением; συγκατηνέχθη τῷ βάρει τῆς πληγῆς Diod. он упал под тяжестью удара.
}}
}}