Anonymous

συγκαταφέρω: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συγκατοίσω, <i>etc.</i><br />faire descendre ensemble, entraîner ensemble par la force d’un courant : [[τί]] τινι une chose avec une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταφέρω]].
|btext=<i>f.</i> συγκατοίσω, <i>etc.</i><br />faire descendre ensemble, entraîner ensemble par la force d’un courant : [[τί]] τινι une chose avec une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταφέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[καταφέρω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>παθ.</b> <i>συγκαταφέρομαι</i><br />[[κατέρχομαι]] με άλλον, φέρομαι [[προς]] τα [[κάτω]] [[μαζί]] («ὥς [[ὕδωρ]] καὶ [[χάλαζα]] συγκαταφερομένη βίᾳ», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρω]] [[μαζί]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (για [[αρτηρία]]) [[παίρνω]] την [[ίδια]] [[κατεύθυνση]] με άλλον<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] σε [[κηδεία]], πιθ. με οικονομική [[συνδρομή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκαταφέρομαι τῷ βάρει τῆς πληγῆς» — [[πέφτω]] λόγω ισχυρού χτυπήματος (<b>Διόδ.</b>)<br />β) «συγκαταφερομαι δόξῃ [[περί]] τινος» — [[συμφωνώ]] με κάποιον (<b>Πολ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[καταφέρω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>παθ.</b> <i>συγκαταφέρομαι</i><br />[[κατέρχομαι]] με άλλον, φέρομαι [[προς]] τα [[κάτω]] [[μαζί]] («ὥς [[ὕδωρ]] καὶ [[χάλαζα]] συγκαταφερομένη βίᾳ», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρω]] [[μαζί]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (για [[αρτηρία]]) [[παίρνω]] την [[ίδια]] [[κατεύθυνση]] με άλλον<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] σε [[κηδεία]], πιθ. με οικονομική [[συνδρομή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκαταφέρομαι τῷ βάρει τῆς πληγῆς» — [[πέφτω]] λόγω ισχυρού χτυπήματος (<b>Διόδ.</b>)<br />β) «συγκαταφερομαι δόξῃ [[περί]] τινος» — [[συμφωνώ]] με κάποιον (<b>Πολ.</b>).
|mltxt=ΜΑ [[καταφέρω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>παθ.</b> <i>συγκαταφέρομαι</i><br />[[κατέρχομαι]] με άλλον, φέρομαι [[προς]] τα [[κάτω]] [[μαζί]] («ὥς [[ὕδωρ]] καὶ [[χάλαζα]] συγκαταφερομένη βίᾳ», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρω]] [[μαζί]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (για [[αρτηρία]]) [[παίρνω]] την [[ίδια]] [[κατεύθυνση]] με άλλον<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] σε [[κηδεία]], πιθ. με οικονομική [[συνδρομή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκαταφέρομαι τῷ βάρει τῆς πληγῆς» — [[πέφτω]] λόγω ισχυρού χτυπήματος (<b>Διόδ.</b>)<br />β) «συγκαταφερομαι δόξῃ [[περί]] τινος» — [[συμφωνώ]] με κάποιον (<b>Πολ.</b>).
}}
}}