3,274,921
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατασβέννῡμι:''' ή -ύω, μέλ. -[[σβέσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[κατασβήνω]], [[καταστέλλω]], Λατ. extinguere, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., ἔστιν [[θάλασσα]], τίς δέ νιν κατασβέσει; [[ποιος]] θα την αποξηράνει; σε Αισχύλ.· <i>κ. βοήν</i>, <i>ἔριν</i>, [[καταπαύω]] θόρυβο, [[σταματώ]] τη [[διαμάχη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αόρ. αʹ <i>κατ-εσβήθην</i>, με απαρ. Ενεργ. αορ. βʹ <i>κατέσβην</i>, απαρ. <i>κατα-σβῆναι</i>, παρακ. Ενεργ. <i>κατ-έσβηκα</i>· καταστέλλομαι, αναχαιτίζομαι, σε Ηρόδ.· μεταφ., <i>κλαμάτων πηγαὶ κατεσβήκασι</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κατασβέννῡμι:''' ή -ύω, μέλ. -[[σβέσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[κατασβήνω]], [[καταστέλλω]], Λατ. extinguere, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., ἔστιν [[θάλασσα]], τίς δέ νιν κατασβέσει; [[ποιος]] θα την αποξηράνει; σε Αισχύλ.· <i>κ. βοήν</i>, <i>ἔριν</i>, [[καταπαύω]] θόρυβο, [[σταματώ]] τη [[διαμάχη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αόρ. αʹ <i>κατ-εσβήθην</i>, με απαρ. Ενεργ. αορ. βʹ <i>κατέσβην</i>, απαρ. <i>κατα-σβῆναι</i>, παρακ. Ενεργ. <i>κατ-έσβηκα</i>· καταστέλλομαι, αναχαιτίζομαι, σε Ηρόδ.· μεταφ., <i>κλαμάτων πηγαὶ κατεσβήκασι</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατασβέννῡμι:''' и κατασβεννύω (в знач. pass.: aor. 2 κατέσβην, pf. κατέσβηκα)<br /><b class="num">1)</b> гасить, тушить ([[πῦρ]] Hom., Arst.); pass. угасать, гаснуть: κατασβεσθῆναι τὴν [[πυρήν]] Her. (говорят, что) костер погас;<br /><b class="num">2)</b> осушать (θάλασσαν, πηγήν Aesch.); pass. высыхать, иссякать: κλαυμάτων πηγαὶ κατεσβήκασι Aesch. источники слез иссякли, т. е. нет больше слез;<br /><b class="num">3)</b> подавлять, успокаивать, унимать (ἔριν Soph.; τὴν ταραχήν Xen., Plut.; τὰς ἡδονάς Plat.); заглушать (τὴν πολλὴν βοήν Soph.; τὴν δυσχέρειαν Plat.): ἀπὸ σμικρῶν ταχὺ ἐρεθιζόμενός τε καὶ κατασβεννύμενος (ὁ [[θυμός]]) Plat. характер, быстро возбуждающийся из-за мелочей и (снова) успокаивающийся;<br /><b class="num">4)</b> исцелять, лечить (τὰ τραύματα Luc.). | |||
}} | }} |