3,241,406
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταμιαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[καταρρυπαίνω]], [[καταμολύνω]], σε Πίνδ., Πλάτ. — Παθ., φορώ βρώμικα, άθλια κουρέλια, ελεεινά ενδύματα, ως [[ένδειξη]] πένθους, φορώ [[πένθος]] (πρβλ. Λατ. [[sordidatus]]), σε Ηρόδ. | |lsmtext='''καταμιαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[καταρρυπαίνω]], [[καταμολύνω]], σε Πίνδ., Πλάτ. — Παθ., φορώ βρώμικα, άθλια κουρέλια, ελεεινά ενδύματα, ως [[ένδειξη]] πένθους, φορώ [[πένθος]] (πρβλ. Λατ. [[sordidatus]]), σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταμιαίνω:''' <b class="num">1)</b> пятнать, марать, осквернять (ψευδέσι γένναν Pind.; τὰ καλὰ ἐν τῷ τῶν ἀνθρώπων βίῳ Plat.; τὸ [[φῶς]], sc. τοῦ λύχνου Luc.);<br /><b class="num">2)</b> надевать траурные одежды, med.-pass. облекаться в траур Her. | |||
}} | }} |