καταμιαίνω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταμιαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[καταρρυπαίνω]], [[καταμολύνω]], σε Πίνδ., Πλάτ. — Παθ., φορώ βρώμικα, άθλια κουρέλια, ελεεινά ενδύματα, ως [[ένδειξη]] πένθους, φορώ [[πένθος]] (πρβλ. Λατ. [[sordidatus]]), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''καταμιαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[καταρρυπαίνω]], [[καταμολύνω]], σε Πίνδ., Πλάτ. — Παθ., φορώ βρώμικα, άθλια κουρέλια, ελεεινά ενδύματα, ως [[ένδειξη]] πένθους, φορώ [[πένθος]] (πρβλ. Λατ. [[sordidatus]]), σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταμιαίνω:''' <b class="num">1)</b> пятнать, марать, осквернять (ψευδέσι γένναν Pind.; τὰ καλὰ ἐν τῷ τῶν ἀνθρώπων βίῳ Plat.; τὸ [[φῶς]], sc. τοῦ λύχνου Luc.);<br /><b class="num">2)</b> надевать траурные одежды, med.-pass. облекаться в траур Her.
}}
}}