Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταμιαίνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταμιαίνω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[μολύνω]], [[μιαίνω]] εντελώς, [[καταρρυπαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταμιαίνομαι</i><br />[[φορώ]] ρυπαρά ιμάτια ως [[σημείο]] θλίψης ή πένθους.
|mltxt=[[καταμιαίνω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[μολύνω]], [[μιαίνω]] εντελώς, [[καταρρυπαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταμιαίνομαι</i><br />[[φορώ]] ρυπαρά ιμάτια ως [[σημείο]] θλίψης ή πένθους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταμιαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[καταρρυπαίνω]], [[καταμολύνω]], σε Πίνδ., Πλάτ. — Παθ., φορώ βρώμικα, άθλια κουρέλια, ελεεινά ενδύματα, ως [[ένδειξη]] πένθους, φορώ [[πένθος]] (πρβλ. Λατ. [[sordidatus]]), σε Ηρόδ.
}}
}}