ἀπωθέω: Difference between revisions

1,300 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπωθέω:''' μέλ. [[ἀπώσω]], αόρ. αʹ [[ἀπέωσα]]·<br /><b class="num">1.</b> [[σπρώχνω]] [[πίσω]], ωθώ [[πίσω]], σε Ομήρ. Ιλ.· αποδιώχνω, [[εκδιώκω]], σε Θουκ. — Μέσ., [[διώχνω]] [[μακριά]] από εμένα, [[εκβάλλω]], σε Όμηρ.· με γεν., [[αποκρούω]], [[διώχνω]] [[μακριά]] από έναν [[τόπο]]· και στη Μέσ., αποδιώχνω από κοντά μου, [[αποβάλλω]], [[εξορίζω]], [[εκτοπίζω]], σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον άνεμο, [[εκτρέπω]] κάποιον από την [[πορεία]] του, [[παροδηγώ]], [[παραπλανώ]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και στη Μέσ., στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. επίσης, [[απορρίπτω]], [[αποποιούμαι]], [[αρνούμαι]] να δεχθώ, σε Ηρόδ., Αττ.· [[ἀπωθέω]] δουλοσύνην, [[αποτινάζω]] τη [[δουλία]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀπωθέω:''' μέλ. [[ἀπώσω]], αόρ. αʹ [[ἀπέωσα]]·<br /><b class="num">1.</b> [[σπρώχνω]] [[πίσω]], ωθώ [[πίσω]], σε Ομήρ. Ιλ.· αποδιώχνω, [[εκδιώκω]], σε Θουκ. — Μέσ., [[διώχνω]] [[μακριά]] από εμένα, [[εκβάλλω]], σε Όμηρ.· με γεν., [[αποκρούω]], [[διώχνω]] [[μακριά]] από έναν [[τόπο]]· και στη Μέσ., αποδιώχνω από κοντά μου, [[αποβάλλω]], [[εξορίζω]], [[εκτοπίζω]], σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον άνεμο, [[εκτρέπω]] κάποιον από την [[πορεία]] του, [[παροδηγώ]], [[παραπλανώ]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και στη Μέσ., στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. επίσης, [[απορρίπτω]], [[αποποιούμαι]], [[αρνούμαι]] να δεχθώ, σε Ηρόδ., Αττ.· [[ἀπωθέω]] δουλοσύνην, [[αποτινάζω]] τη [[δουλία]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπωθέω:''' <b class="num">1)</b> отодвигать, сдвигать (ὀχῆας, med. λίθον ὄβριμον Hom.);<br /><b class="num">2)</b> отстранять, отталкивать (τινα οὐδοῦ, med. τινα Hom.; τι εἰς τὸν [[ἄνω]] τόπον Arst.; εἰς [[τοὔπισθεν]] ἀπωσθείς Plat.);<br /><b class="num">3)</b> отводить, отдергивать (ὀμίχλην Hom.);<br /><b class="num">4)</b> med. отбивать, отражать, отгонять (Τρῶας Hom.; Κορινθίους Thuc.; [[ὕπνον]] Soph.; κίνδυνον Plut.);<br /><b class="num">5)</b> сталкивать, сбрасывать, сбивать (τὰς ἐπάλξεις Thuc.; τινα εἰς τὴν θάλασσαν Plut.);<br /><b class="num">6)</b> med. свергать, уничтожать (δουλοσύνην Her.);<br /><b class="num">7)</b> med. отвергать, отклонять ([[ἀργύριον]] Her.; σπονδάς Thuc.; πικρὰς [[δόξας]] περί τινος Plut.): οὐκ ἀπώσομαι Soph. я не откажусь;<br /><b class="num">8)</b> изгонять (τινὰ γῆς Soph. или ἐκ γῆς Her.; med. τινα ἐκ μεγάροιο Hom.).
}}
}}