3,277,002
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρεστιάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[ὄρος]]), αυτή που ανήκει στα βουνά, <i>Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὀρεστιάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[ὄρος]]), αυτή που ανήκει στα βουνά, <i>Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρεστιάς:''' άδος adj. f живущая в горах, горная (Νύμφαι Hom.). | |||
}} | }} |