Anonymous

ὀρεστιάς: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρεστιάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[ὄρος]]), αυτή που ανήκει στα βουνά, <i>Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὀρεστιάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[ὄρος]]), αυτή που ανήκει στα βουνά, <i>Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεστιάς:''' άδος adj. f живущая в горах, горная (Νύμφαι Hom.).
}}
}}