λιμώσσω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῑμώσσω:''' Αττ. [[λιμώττω]] ([[λιμός]]), είμαι ξελιγωμένος από την [[πείνα]], είμαι πεινασμένος, σε Στράβ., Ανθ.
|lsmtext='''λῑμώσσω:''' Αττ. [[λιμώττω]] ([[λιμός]]), είμαι ξελιγωμένος από την [[πείνα]], είμαι πεινασμένος, σε Στράβ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῑμώσσω:''' атт. [[λιμώττω]] терпеть голод, голодать Luc., Plut., Anth.
}}
}}