3,274,522
edits
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιλᾰβή:''' ἡ ([[ἀντιλαμβάνω]]), [[κάτι]] για να κρατηθεί [[κάποιος]], [[χερούλι]], [[λαβή]], Λατ. [[ansa]], σε Θουκ.· μεταφ., πολλὰς... [[ἔχει]] ἀντιλαβάς, έχει πολλές λαβές [[εναντίον]] κάποιου, [[σημεία]] κατηγορίας, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀντιλᾰβή:''' ἡ ([[ἀντιλαμβάνω]]), [[κάτι]] για να κρατηθεί [[κάποιος]], [[χερούλι]], [[λαβή]], Λατ. [[ansa]], σε Θουκ.· μεταφ., πολλὰς... [[ἔχει]] ἀντιλαβάς, έχει πολλές λαβές [[εναντίον]] κάποιου, [[σημεία]] κατηγορίας, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιλᾰβή:''' ἡ<b class="num">1)</b> скоба, ручка: ἀντιλαβὴν ἔχειν Thuc. иметь возможность ухватиться;<br /><b class="num">2)</b> перен. уязвимое место, слабый пункт (πολλὰς ἀντιλαβὰς ἔχειν Plat.; οὐδεμίαν ἀντιλαβὴν παρέχεσθαι Luc.). | |||
}} | }} |