Anonymous

ἀντιλαβή: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀντιλαβή]])<br />σύντομη [[φράση]] σε διάλογο αττικού δράματος που καταλαμβάνει ένα [[ημιστίχιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[λαβή]], το [[μέρος]] ενός πράγματος απ' όπου μπορεί να το πιάσει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> [[αφορμή]] για δυσμενή σχόλια.
|mltxt=η (Α [[ἀντιλαβή]])<br />σύντομη [[φράση]] σε διάλογο αττικού δράματος που καταλαμβάνει ένα [[ημιστίχιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[λαβή]], το [[μέρος]] ενός πράγματος απ' όπου μπορεί να το πιάσει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> [[αφορμή]] για δυσμενή σχόλια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιλᾰβή:''' ἡ ([[ἀντιλαμβάνω]]), [[κάτι]] για να κρατηθεί [[κάποιος]], [[χερούλι]], [[λαβή]], Λατ. [[ansa]], σε Θουκ.· μεταφ., πολλὰς... [[ἔχει]] ἀντιλαβάς, έχει πολλές λαβές [[εναντίον]] κάποιου, [[σημεία]] κατηγορίας, σε Πλάτ.
}}
}}