Anonymous

ἀντιλαβή: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιλᾰβή:''' ἡ ([[ἀντιλαμβάνω]]), [[κάτι]] για να κρατηθεί [[κάποιος]], [[χερούλι]], [[λαβή]], Λατ. [[ansa]], σε Θουκ.· μεταφ., πολλὰς... [[ἔχει]] ἀντιλαβάς, έχει πολλές λαβές [[εναντίον]] κάποιου, [[σημεία]] κατηγορίας, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀντιλᾰβή:''' ἡ ([[ἀντιλαμβάνω]]), [[κάτι]] για να κρατηθεί [[κάποιος]], [[χερούλι]], [[λαβή]], Λατ. [[ansa]], σε Θουκ.· μεταφ., πολλὰς... [[ἔχει]] ἀντιλαβάς, έχει πολλές λαβές [[εναντίον]] κάποιου, [[σημεία]] κατηγορίας, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιλᾰβή:''' ἡ<b class="num">1)</b> скоба, ручка: ἀντιλαβὴν ἔχειν Thuc. иметь возможность ухватиться;<br /><b class="num">2)</b> перен. уязвимое место, слабый пункт (πολλὰς ἀντιλαβὰς ἔχειν Plat.; οὐδεμίαν ἀντιλαβὴν παρέχεσθαι Luc.).
}}
}}