νεικέω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεικέω:''' ([[νεῖκος]]), μέλ. <i>-έσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐνείκεσα</i>, Επικ. <i>νείκεσα</i> και [[νείκεσσα]]· Επικ. και Ιων. τύποι· ενεστ. [[νεικείω]], γʹ ενικ. υποτ. [[νεικείῃσι]], παρατ. [[νείκειον]], Ιων. [[νεικείεσκον]]·<br /><b class="num">I.</b> [[φιλονικώ]] ή [[καυγαδίζω]] με κάποιον· με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· αμτβ., σε Όμηρ.· μτχ. <i>νεικέων</i>, [[πεισματώδης]], [[ισχυρογνώμων]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[κακολογώ]], [[λοιδορώ]], [[κατηγορώ]], [[υβρίζω]], με αιτ. προσ., σε Όμηρ.
|lsmtext='''νεικέω:''' ([[νεῖκος]]), μέλ. <i>-έσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐνείκεσα</i>, Επικ. <i>νείκεσα</i> και [[νείκεσσα]]· Επικ. και Ιων. τύποι· ενεστ. [[νεικείω]], γʹ ενικ. υποτ. [[νεικείῃσι]], παρατ. [[νείκειον]], Ιων. [[νεικείεσκον]]·<br /><b class="num">I.</b> [[φιλονικώ]] ή [[καυγαδίζω]] με κάποιον· με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· αμτβ., σε Όμηρ.· μτχ. <i>νεικέων</i>, [[πεισματώδης]], [[ισχυρογνώμων]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[κακολογώ]], [[λοιδορώ]], [[κατηγορώ]], [[υβρίζω]], με αιτ. προσ., σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεικέω:''' эп. тж. [[νεικείω]] (fut. νεικέσω, aor. ἐνείκεσα - эп. νείκεσα)<br /><b class="num">1)</b> ссориться, браниться (τινι, εἵνεκά τινος Hom.): νείκεα ν. ἀλλήλοισιν Hom. осыпать друг друга бранью;<br /><b class="num">2)</b> бранить, порицать (τινα и τινα μύθῳ Hom.);<br /><b class="num">3)</b> обвинять (Θεμιστοκλέα Her.).
}}
}}