Anonymous

νεικέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεικέω]], ιων. τ. [[νεικείω]] (Α) [[νείκος]]<br /><b>1.</b> [[φιλονικώ]], [[ερίζω]] («νεικέων δὲ ὁ Ἀμορφάρετος λαμβάνει πέτρον ἀμφοτέρῃσι τῇσι χερσί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λογομαχώ]]<br /><b>3.</b> [[στενοχωρώ]] με [[λόγια]] κάποιον, [[επιπλήττω]], [[κακολογώ]], [[κατηγορώ]] («νείκεσσεν δ' Ὀδυσσῆα χολωτοῑσιν ἐπέεσσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>).
|mltxt=[[νεικέω]], ιων. τ. [[νεικείω]] (Α) [[νείκος]]<br /><b>1.</b> [[φιλονικώ]], [[ερίζω]] («νεικέων δὲ ὁ Ἀμορφάρετος λαμβάνει πέτρον ἀμφοτέρῃσι τῇσι χερσί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λογομαχώ]]<br /><b>3.</b> [[στενοχωρώ]] με [[λόγια]] κάποιον, [[επιπλήττω]], [[κακολογώ]], [[κατηγορώ]] («νείκεσσεν δ' Ὀδυσσῆα χολωτοῑσιν ἐπέεσσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεικέω:''' ([[νεῖκος]]), μέλ. <i>-έσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐνείκεσα</i>, Επικ. <i>νείκεσα</i> και [[νείκεσσα]]· Επικ. και Ιων. τύποι· ενεστ. [[νεικείω]], γʹ ενικ. υποτ. [[νεικείῃσι]], παρατ. [[νείκειον]], Ιων. [[νεικείεσκον]]·<br /><b class="num">I.</b> [[φιλονικώ]] ή [[καυγαδίζω]] με κάποιον· με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· αμτβ., σε Όμηρ.· μτχ. <i>νεικέων</i>, [[πεισματώδης]], [[ισχυρογνώμων]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[κακολογώ]], [[λοιδορώ]], [[κατηγορώ]], [[υβρίζω]], με αιτ. προσ., σε Όμηρ.
}}
}}