πολίζω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολίζω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>πόλισσα</i>, ([[πόλις]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ιδρύω]] πόλη, [[χτίζω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[Ἴλιος]] πεπόλιστο (Επικ. γʹ ενικ. υπερσ.), στον ίδ.· ομοίως σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[χωρίον]] πολίζειν, [[ιδρύω]] [[αποικία]] σε μια [[χώρα]] χτίζοντας πόλη, [[οικίζω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''πολίζω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>πόλισσα</i>, ([[πόλις]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ιδρύω]] πόλη, [[χτίζω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[Ἴλιος]] πεπόλιστο (Επικ. γʹ ενικ. υπερσ.), στον ίδ.· ομοίως σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[χωρίον]] πολίζειν, [[ιδρύω]] [[αποικία]] σε μια [[χώρα]] χτίζοντας πόλη, [[οικίζω]], σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=πολίζω [πόλις] ep. aor. ἐπόλισσα, 1 plur. πολίσσαμεν; plqperf. med.-pass. πεπόλιστο een stad bouwen; alg. bouwen, met acc.: τεῖχος... ὅ τ ’ ἐγὼ καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων... πολίσσαμεν de stadsmuur die ik en Phoebus Apollo gebouwd hebben Il. 7.453; Ἴλιος... πεπόλιστο Troje was gebouwd Il. 20.217. bebouwen met een stad, met acc.: οὗτος πολίζει τὸ χωρίον hij is ter plekke een stad aan het bouwen Xen. An. 6.6.4.
}}
}}