Anonymous

πολίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[πόλις]]<br />[[κάνω]] έναν [[τόπο]] [[πόλη]], [[οικίζω]] («τὴν ἔρημον ἐπόλισας τρόποις ἐν φιλοσόφοις», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδρύω]] [[πόλη]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[χτίζω]], [[ανεγείρω]] («τὸ [τεῑχος] ἐγὼ καὶ Φοῖβος [[Ἀπόλλων]] ἥρῳ Λαομέδοντι πολίσσαμεν ἀθλήσαντε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>πολίζομαι</i><br />[[οικοδομώ]] για δική μου [[ωφέλεια]].
|mltxt=ΜΑ [[πόλις]]<br />[[κάνω]] έναν [[τόπο]] [[πόλη]], [[οικίζω]] («τὴν ἔρημον ἐπόλισας τρόποις ἐν φιλοσόφοις», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδρύω]] [[πόλη]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[χτίζω]], [[ανεγείρω]] («τὸ [τεῑχος] ἐγὼ καὶ Φοῖβος [[Ἀπόλλων]] ἥρῳ Λαομέδοντι πολίσσαμεν ἀθλήσαντε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>πολίζομαι</i><br />[[οικοδομώ]] για δική μου [[ωφέλεια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολίζω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>πόλισσα</i>, ([[πόλις]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ιδρύω]] πόλη, [[χτίζω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[Ἴλιος]] πεπόλιστο (Επικ. γʹ ενικ. υπερσ.), στον ίδ.· ομοίως σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[χωρίον]] πολίζειν, [[ιδρύω]] [[αποικία]] σε μια [[χώρα]] χτίζοντας πόλη, [[οικίζω]], σε Ξεν.
}}
}}