3,274,159
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κινδῡνευτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να διακινδυνευθεί, σε Ευρ. | |lsmtext='''κινδῡνευτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να διακινδυνευθεί, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κινδυνευτέον, adj. verb. van κινδυνεύω, men moet het risico nemen. | |||
}} | }} |