Anonymous

κινδυνευτέον: Difference between revisions

From LSJ
5
(6_20)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κινδῡνευτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[κινδυνεύω]], δεῖ κινδυνεύειν, ἐν ἀσπίσιν σοι πρῶτα κινδ. Εὐρ. Ἱκέτ. 572, πρβλ. Ι. Τ. 1022.
|lstext='''κινδῡνευτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[κινδυνεύω]], δεῖ κινδυνεύειν, ἐν ἀσπίσιν σοι πρῶτα κινδ. Εὐρ. Ἱκέτ. 572, πρβλ. Ι. Τ. 1022.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κινδῡνευτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να διακινδυνευθεί, σε Ευρ.
}}
}}