3,273,039
edits
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κινδῡνευτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[κινδυνεύω]], δεῖ κινδυνεύειν, ἐν ἀσπίσιν σοι πρῶτα κινδ. Εὐρ. Ἱκέτ. 572, πρβλ. Ι. Τ. 1022. | |lstext='''κινδῡνευτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[κινδυνεύω]], δεῖ κινδυνεύειν, ἐν ἀσπίσιν σοι πρῶτα κινδ. Εὐρ. Ἱκέτ. 572, πρβλ. Ι. Τ. 1022. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κινδῡνευτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να διακινδυνευθεί, σε Ευρ. | |||
}} | }} |