Anonymous

κινδυνευτέον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κινδῡνευτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να διακινδυνευθεί, σε Ευρ.
|lsmtext='''κινδῡνευτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να διακινδυνευθεί, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κινδυνευτέον, adj. verb. van κινδυνεύω, men moet het risico nemen.
}}
}}